Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φανταστική ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φανταστική ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Η Καλλιόπη


Στα ύστερα παιδικά μου χρόνια πήρα και εγώ το μερίδιο μου από την προσκοπική ζωή. Οι τρίχες στο μουστάκι μου μόλις είχαν αρχίσει να αχνοφαίνονται όταν γράφτηκα στο νεοσύστατο 7ο σύστημα προσκόπων Κέρκυρας, που η ίδρυση του συνέπεσε με την δική μου είσοδο στον προσκοπισμό.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Ουέντιγκο

Μύθος των ιθαγενών της Β. Αμερικής που αφηγείται πως ένας άνθρωπος υποκύπτει στην ανθρωποφαγία στην ανάγκη του να ανανεώσει τις δυνάμεις του και να αποκτήσει την επιπλέον δύναμη του ανθρώπου, την σάρκα του οποίου καταναλώνει.

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Εαρινή δυστοπία


Εκείνο τον χειμώνα τον τελευταίο ζούσα στην πρωτεύουσα. Ήταν βροχερή, γκρινιάρα εποχή, με τα περισσότερα μαγαζιά να έχουν κλείσει και αυτά που έμεναν ανοιχτά είχαν ελάχιστα προϊόντα στα ράφια τους.

Οι άνθρωποι τριγυρνούσαν άσκοπα στους δρόμους, άνεργοι και άεργοι οι περισσότεροι, παζάρευαν ένα καρβέλι ψωμί με τον φούρναρη με λογιών λογιών απίθανα ανταλλάγματα.

Που και που έφτανε η τυχερή του μέρα, όταν κάποια καλοστεκούμενη μητέρα πεινασμένων παιδιών, του πρόσφερε τα κάλλη της για κάνα δύο τσουρέκια και λίγο γάλα.

Αυτές οι συνεδρίες συνήθως πραγματοποιούνταν στο σπίτι του, αργά το απόγευμα του Σαββάτου, όταν άδειαζε για λίγο από την κάψα της πυράς του φούρνου, και προλάβαινε να κάνει μπάνιο και να απαλλαγεί από τα αλεύρια και τον ιδρώτα της εβδομάδας.

Ήταν ένας κοντόχοντρος, δασύτριχος άντρας, περασμένα τα πενήντα, που δεν είχε ούτε ομορφιά, ούτε γοητεία, εργένης από συγκυρία που με τα χρόνια έγινε πεποίθηση. Είχε όμως το τσουκάλι του πάντα γεμάτο, και αυτό ήταν πολύτιμο προσόν στην Αθήνα του τέλους.

Φοβούνται οι άνθρωποι σαν αντικρίζουν δερμάτινη τσάντα στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Του ελεγκτή ο βράχνας τους κατατρέχει νύχτα μέρα. Που και που, μια γυναίκα μικρόσωμη, τυλιγμένη με σάβανα, τραβάει τα πεινασμένα βλέμματα των πολλών. Ευτυχώς που τα μπορντέλα παραμένουν ανοιχτά στις πολυεθνικές συνοικίες του κέντρου.

Ανθρωπάκια μελαχρινά, που δεν ξεπερνούν σε ύψος το ενάμισι μέτρο, γεμίζουν διαλυμένα αποπνιχτικά λεωφορεία. Δείχνουν να γνωρίζονται και καταπιάνονται με παράξενες ασχολίες, όλοι μαζί κοπαδιαστά.

Γιατί το τέλος είχε καταφθάσει οριστικά, μέσα σε όλο το ζοφερό του μεγαλείο, όσο και αν εθελοτυφλούσαν οι αστυνομικοί που ήταν μόνιμα σταθμευμένοι έξω από το μεγάλη Βρετανία.

Δεν είχε απομείνει τίποτα πια για να φρουρούν, παρά τα ντουβάρια του μεγαλόπρεπου κτίσματος, που κάποτε φιλοξενούσε μεγαλόσχημους, πλούσιους και διάσημους.

Τώρα στα κορφινά του διαμερίσματα φυλάσσονταν τα τελευταία αποθέματα χρυσού της χώρας.
Ότι είχε απομείνει δηλαδή από αυτήν, καθώς υπήρχαν πια μόνο δύο λεπτές λωρίδες γης, που αντιστέκονταν ακόμα στον επαναστατικό οίστρο που είχε καταλάβει τις υπόλοιπες περιοχές.


Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

“Δεν μπορείς να μείνεις για καιρό εδώ"

η Εκάναβη δεν τα πήγε ποτέ καλά με του πολιτικούς αναλυτές, ούτε για τους πολιτικούς θυσίαζε λάδι και φαιά ουσία. 

Προτιμούσε τους εξπρεσιονιστές κάθε τύπου και τους συνθέτες, είτε αυτοί καταπιάνονταν με τους ήχους ή τα νήματα της πλέξης του λόγου, ή ακόμα και με την σωτήρια τέχνη της κλωστοϋφαντουργίας.

Δεν είχε πολλά πάρε δώσε με μαθηματικούς, αλλά τους φυσικούς τους συμπαθούσε από ένα ορισμένο στάδιο και μετά.

Με τον εαυτό της δε, διατηρούσε μια περίπλοκη σχέση. Άλλοτε ένιωθε πλήρης και γεμάτη αισιοδοξία και άλλοτε της κόβονταν τα πόδια.

Σε τέτοιες στιγμές αναζητούσε για συντροφιά σε όλα τα λάθος μέρη.
Σύντομα ειδύλλια με την Ινώ που ντύνονταν στα καφέ, και παροδικές λυκοφιλίες με την Βύνη, την ημετέρα της εξουσίας όπως έλεγε.

Παρότι ζούσε για λόγια ειλικρινή, το μυαλουδάκι της τριβελιζόταν από τις άπειρες εκδοχές της ύπαρξης. Σε στιγμές ένιωθε πως έβλεπε όλες τις πιθανότητες να ξεδιπλώνονται μπροστά της και ήταν αδύνατον να προβεί σε κρούσεις στον βράχο, ρήξεις, τομές και ριζικές θέσεις, η καλή αλήθεια να αναβλύσει.

όλα ήταν ρευστά στο δικό της σύμπαν, ρευστά και ακυβέρνητα.
Συνθήκη που φάνταζε τρομακτική στους γύρω της, ενώ αυτή πίστευε ακράδαντα ότι η θέση των πραγμάτων στον κόσμο ορίζετε από το εσωτερικό γυροσκόπιο του πνεύματος, την μαγνητική έλξη του συνόλου των προθέσεων.

Μα κάπου κάπου σκοτείνιαζε και μονολογούσε για την ετεροθαλή αδελφή της βίας, την παθητικότητα. Την μισούσε ως το μεδούλι αυτή την απρόσκλητη  αιθαλομίχλη, και ας ήταν το προπέτασμα του κάστρου στα επουράνια.

“Δεν μπορείς να μείνεις για καιρό εδώ:" μου είπε ένα καιρό η παιδική μου φίλη.
"Οι πάγοι λιώνουν και θα γρατζουνάμε απόκρημνες ακτογραμμές.”
"Κολύμπησε τώρα..εγώ θα μείνω εδώ έως ότου γίνω πέτρα ή τραγούδι."









Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Το δάσος εντός-μέρος δέυτερο

Ο νεαρός φοιτητής είχε ένα ιστορικό, μεγαλώνοντας σε εργατικές συνοικίες της Αθήνας έμαθε πικρά και από νωρίς να στυλώνει τα πόδια. Με παππού στην εξορία και πατέρα συνδικαλιστή, το δίκιο των δύο τρίτων της υφηλίου των έπνιξε και η ιστορική συνείδηση βρήκε πέρασμα στο θυμικό του. Με μια απότομη κίνηση άδραξε τα χέρια που τον τραβούσαν και απελευθερώθηκε από την λαβή, ύστερα με ένα αυτόματο συνδυασμό κινήσεων έσπρωξε τον Αμερικάνο μακριά του ενώ ταυτόχρονα πισοπάτησε λέγοντας του να πάει να γαμηθεί αυτός και η εξωτερική πολιτική του.

Η κατάσταση είχε πλέον ξεφύγει από τον έλεγχο και μέσα στο φαντασμαγορικό μάτι του κυκλώνα που σαρώνει την οικία τάξη των πραγμάτων, ο φοιτητής είδε το πρόσωπο του θηρίου να αντιφεγγίζει μέσα στους χοντροκομμένους μυωπικούς φακούς ενός βλέμματος που μέχρι πρότινος θα χαρακτήριζε ως απλά ανέκφραστο, ίσως και κάπως αλλήθωρο.

Την ψυχρή φλεγματικότητα αυτής της ματιάς είχε αντικαταστήσει το ερπετικό βλέμμα της τρέλας και του παραλογισμού. Τότε για κλάσματα δευτερολέπτου μπόρεσε να δει την μεταμόρφωση. Την μία στιγμή είχε μπροστά του ένα μεσόκοπο, καλοδιατηρημένο ακαδημαϊκό, με παλιομοδίτικα γυαλιά και αλλήθωρο γαλάζιο βλέμμα, και την άλλη τον δράκο που αντιμετώπισε ο άγιος Γεώργιος. 

Την αρχετυπική διαμάχη έπαυσε σαν απομηχανής θεότητα μια συμφοιτήτρια με ξανθό κεφάλι και πρόσωπο ξωτικού. 
Θαρρείς και ήταν πρέσβηδα καλής θελήσεως του βασιλείου της Τιτανίας, του μικρού λαού που κατοικεί στους μύθους αυτής της υγρής χώρας και μεσολαβούσε προκειμένου να αποτρέψει την σύγκρουση του νεαρού βαλκάνιου με το δυναστικό εξωγήινο ερπετό.

Η ανάμνηση ξεθώριασε μέσα στην εκκωφαντική πράσινη ακτινοβολία του δάσους που τώρα των είχε αφομοιώσει.
Κοίταξε γύρω του τα δέντρα. Ο άνεμος στις φυλλωσιές ακούγονταν έναρθρος. Σαν το παιδικό παραμύθι με τα ζώα που έχουν ανθρώπινη λαλιά, Ο άνεμος στις ιτιές είχε ξαφνικά νόημα στο μπερδεμένο του μυαλό. Δεν καταλάβαινε ακριβώς τι είχε συμβεί, ήξερε όμως με κάθε κύτταρο της ύπαρξης του ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν ποτέ ξανά να επιστρέψουν σε αυτό που ήταν.

Έπρεπε να ειδοποιήσει τους δικούς του να τους πει ότι κάτι επικίνδυνο συνέβαινε που μπορεί να απειλούσε ακόμα και εκείνους. Δεν θα γινόταν γενίτσαρος όσο και αν τον τρομοκρατούσαν. Είχε ξυπνήσει μέσα σε μια έκρηξη, ένα συναισθηματικό σοκ που του αποκάλυψε το πεδίο που ίπτατε πάνω από την σφαίρα των υποθέσεων της καθημερινότητας. 

Μια πελώρια σκακιέρα, ένα επικό αφήγημα ενός πολέμου που μαινόταν κάτω από το δέρμα της ανθρωπότητας από πάντα. Σε αυτό τον πόλεμο όλοι οι άνθρωποι είχαν κάποιο ρόλο να επιτελέσουν και ο αλαφιασμένος νεαρός είχε ανακαλύψει άθελα του τον δικό του ρόλο.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Το δάσος εντός-μέρος πρώτο



Έτρεχε με όλη την δύναμη των ποδιών του σκοντάφτοντας και πέφτοντας συχνά πάνω σε περαστικούς. Ειδομένη από απόσταση η αγωνιώδης κίνηση του έμοιαζε με κωμικοτραγική χωρογραφία, σαν το τελετουργικό κυνήγι ορισμένων πτηνών κατά την περίοδο της αναπαραγωγής. Ο δρόμος έφευγε κάτω απ’  τα πόδια του καθώς απομακρύνονταν γοργά από τους στενούς δρόμους του χωριού, με προορισμό τις συστάδες των ψιλών δέντρων που περιστοίχιζαν τον μικρό οικισμό, και όριζαν τον ορίζοντα.

Η καρδιά του κόντευε να σπάσει και ο αέρας έγδερνε τον πυρακτωμένο οισοφάγο του, αλλά συνέχισε να τρέχει με αμείωτο ρυθμό. Ήθελε να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από την πηγή του τρόμου που τον κατέκλυζε. Το οπτικό πεδίο του στένευε αιφνίδια και απρόσκλητες σαν αστραπές,συγκεχυμένες εικόνες πλημμύριζαν το μυαλό του. Έφτασε κάποτε σε μια από τις πλατείες του χωριού, εκεί συνάντησε έναν ντόπιο, που παραμέρισε φοβισμένος από την αλλοπαρμένη όψη του νεαρού.

Βοήθησε με σε παρακαλώ με κυνηγούν, του είπε όλο ένταση.
Τι να κάνω; εγώ είμαι απλά ένας χωρικός, απάντησε ο μεσόκοπος άντρας τρομαγμένος.
Πες μου σε παρακαλώ πως μπορώ να βγω από αυτό τον λαβύρινθο;
Ακολούθησε αυτό τον δρόμο στα αριστερά της πλατείας, θα σε οδήγησε έξω από το χωριό, εκεί όμως θα βρεις μόνο δέντρα.

Χωρίς να περιμένει δεύτερη απάντηση έτρεξε προς την κατεύθυνση που του υπέδειξε ο χωρικός και ύστερα από μερικές φιδογυριστές στροφές του δρόμου τα σπίτια αραίωσαν και έτσι μπόρεσε να διακρίνει τον χωματόδρομο να χάνεται μέσα στο ημίφως μιας πυκνής συστοιχίας από βελανιδιές και θεόρατα μαύρα πεύκα. Χωρίς δισταγμό έτρεξε κατά εκεί και δεν σταμάτησε να πάρει ανάσα παρά μόνο όταν οι σκιές που σχημάτιζε το πράσινο παραπέτασμα του δάσους τον είχαν πλέον καλύψει. Ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου, που ρίζωνε δίπλα σε ένα μικρό ρεύμα και προσπάθησε να ηρεμήσει, να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί. Όσο και αν προσπαθούσε αδυνατούσε να μετρίαση την ένταση που θαρρείς ανάβλυζε από κάθε πόρο του δέρματος. Εικόνες και σκέψεις αφύσικες στοίχειωναν το μάτι του μυαλού του κάθε φορά που τολμούσε να αναλογιστεί την κατάσταση.

Όλα ξεκίνησαν μέσα στην κοινοτοπία. Ένα τυπικό βροχερό Ουαλικό πρωινό, μια εκδρομή μαζί με άλλους συμφοιτητές του στα αρχαία χωριά που γειτόνευαν με την πανεπιστημιούπολη. Άθελα έφερε στο μυαλό του την ασύνταχτη ροή των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή την κλιμάκωση: Μόλις το προηγούμενο βράδυ ήταν μέλος μιας εύθυμης φοιτητική συντροφιάς, γύρω από μια φωτιά που ζέστανε την χύτρα με το τσάι, η μπύρα έρεε άφθονη  και το περιβάλλον της παραδοσιακής Pub του χωριού που διανυκτέρευαν ζεστό και φιλόξενο. Στην παρέα γίνονταν κάποιες συζητήσεις  γύρω από τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις,  που έδειχναν κατά περίεργο τρόπο να ενοχλούν τον Αμερικάνο καθηγητή ανθρωπολογίας που τους συνόδευε. Μια διαφωνία με τον καθηγητή του εξελίχτηκε σε λογομαχία, και ύστερα η κόλαση θαρρείς και άρχισε να ξεχύνεται σαν σκοτεινό ζελατινώδες υγρό από τις εκδορές της οικίας πραγματικότητας. Εκδορές που προκλήθηκαν από την παράλογη τριβή του με τον καθηγητή που οδήγησε τελικά στην ρήξη με ολέθρια αποτελέσματα. Δεν μπορούσε να ξέρει βέβαια.

Ο πόλεμος μαινόταν στην Γιουγκοσλαβία, τα τελευταία σπαράγματα μια αλλοτινής υπερ-εθνικής συμφωνίας έστρεφαν τα αδηφάγα τους στόματα προς τον σώμα της συνύπαρξης. Αίμα και διχασμός, και η επέμβαση του καιροσκόπου απομηχανούς θεού της διεθνούς διπλωματίας που έφερε βόμβες με απεμπλουτιμένο ουράνιο στο χαρτοφυλάκιο του. 
Ο νεαρός φοιτητής, ένιωθε αποξενωμένος ανάμεσα στον πληθυσμό μιας χώρας που συνηγορούσε υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στην γη που συνόρευε με την δικιά του κοιτίδα. Από μικρός είχε διδαχθεί να προσλαμβάνει αυτή την γειτνίαση με όρους φιλίας, συγγενικότητας και συμμαχίας. Χωρίς να το καταλάβει τοποθέτησε τον εαυτό του σε θέση άμυνας απέναντι  στο μονόπλευρο πολιτικό κατηγορητήριο που εξέφραζε ο Αμερικάνος καθηγητής. 


Τα σύννεφα έγειραν βαριά πάνω από την έντονη συζήτηση που ξεδιπλώθηκε στο τραπέζι της φοιτητικής συντροφιάς. Σταδιακά όλοι αποχώρησαν αφήνοντας τον καθηγητή και τον αναιδή φοιτητή να αντιφωνούν επιχειρήματα και απόψεις για ένα θέμα, που παρότι δεν τους αφορούσε άμεσα, έδειχνε να διατρέχεται από ένα υποδόριο ρεύμα αντιπάθειας που προϋπήρχε ανάμεσα τους. Σταδιακά το θέμα της συζήτησης τους οδήγησε σε ένα πεδίο προσωπικής αντιπαράθεσης. Οι συνομιλητές παρασυρόμενοι από την ένταση της κουβέντας, την όξυνση του θυμικού, και την άμβλυνση των αναστολών που συνοδεύει την χρίση σημαντικής ποσότητας πικρής μπύρας, έφτασαν στο σημείο να ανταλλάσσουν συγκαλυμμένες προσβολές και σε κάποια στιγμή ο Αμερικάνος δεν άντεξε άλλο αυτό το παιχνίδι που υπονόμευε την εξουσία του. Έξαφνα και αναπάντεχα, σηκώθηκε από το τραπέζι και με γνήσιο καουμπόικο ταμπεραμέντο άρπαξε τον νεαρό φοιτητή από τον γιακά και επιχείρησε να τον βγάλει από το δωμάτιο δια της βίας.

Συνεχίζεται...

Η ιστορία του αρχάριου ψαροτουφεκά -καλειδοσκοπική γραφή


Το ποτήρι με τον καφέ
το φάντασμα της μητέρας του

Το ποτήρι με τον καφέ αναποδογύρισε ξαφνικά και χύθηκε πάνω στον καπνό και τα χαρτάκια που είχε αφήσει πάνω στο τραπεζάκι. Ο Ιωνάς γρύλισε μια βλαστήμια, ύστερα με μια αυτόματη αντίδραση βαθιά εγγεγραμμένης αιδούς προσπάθησε να ανεβάσει τα παντελόνια του. Σαν να είχε ξαφνικά εισέλθει στο δωμάτιο το φάντασμα της μητέρας του. παρότι ζούσε πολλά χρόνια πλέον μόνος και μεσόκοπος, αυτή η αντίδραση ανασύρθηκε από κάποιο σπήλαιο εφηβικών αυτοματισμών και ανέλαβε δράση. Στο επόμενο κλάσμα δευτερολέπτου παράτησε την απέλπιδη προσπάθεια και βάλθηκε να σκουπίζει με χαρτί κουζίνας την επιφάνεια και τα αντικείμενα που είχαν αρχίσει να μουσκεύουν. 

Το βάρος του νερού.
Η κατανόησή 

Το βάρος του νερού, συνέθλιβε τους τοίχους του σκάφανδρου και μαζί με αυτό και το στερνό μου κάνοντας την αναπνοή δύσκολη και επώδυνη. Η κατανόησή  ότι εδώ τελείωνε ο δρόμος ήταν πλέον ξεκάθαρη και στον τελευταίο πόρο του δέρματος μου.Το ψυχρό μεταλλικό σκάφανδρο, που με είχε καταπιεί, όπως το κήτος τον Ιωνά, θα γινόταν ο υγρός μου τάφος αλλά δεν με πείραζε τόσο αυτή η σκέψη όσο το ότι δεν θα μπορούσα να ξαναδώ το φως του ηλίου έστω και για μια τελευταία φορά.

Ο πατέρας μου

Αυτές τις τελευταίες στενάχωρες ώρες, στοιβαγμένος σε ένα ελάχιστο κυβικό χώρο μαζί με οθόνες που αναβοσβήνουν, ηλεκτρονικά όργανα που έχουν τρελαθεί από την επίδραση της ατμοσφαιρικής πίεσης και φιάλες με υγρό απωθητικό καρχαριών, συλλογιζόμουν πόσο άσκοπα είχα σπαταλήσει την ζωή μου. Ο πατέρας μου στην δικιά μου ηλικία είχε είδη δύο παιδιά και μια οικογένεια που έμελλε να ευθύνεται για την δική μου ύπαρξη. 

Η ιστορία του αρχάριου ψαροτουφεκά 


Το βάρος του νερού, συνέθλιβε τους τοίχους του σκάφανδρου και μαζί με αυτό και το στερνό μου κάνοντας την αναπνοή δύσκολη και επώδυνη. Ο πατέρας μου στην δικιά μου ηλικία ζούσε πολλά χρόνια πλέον μόνος και μεσόκοπος. Η κατανόησή  ότι εδώ τελείωνε ο δρόμος έμελλε να ευθύνεται για την δική μου ύπαρξη. Η ιστορία του αρχάριου ψαροτουφεκά που ξανοίχτηκε επίτηδες στην θάλασσα για να συναντήσει τον λευκό καρχαρία και μαζί με αυτόν τον θάνατο του. Αυτές τις τελευταίες στενάχωρες ώρες,οθόνες που αναβοσβήνουν, συλλογιζόμουν πόσο με είχε καταπιεί, όπως το κήτος τον Ιωνά.

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Το νόμισμα



 Το νόμισμα μετεωρίστηκε στον αέρα για μα στιγμή που φάνηκε να διαρκεί αιώνια. Στο ελάχιστο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ανόδου του στους αιθέρες και την ηχηρή του πτώση στην πλακόστρωτη πλατεία, τα πρόσωπα των παρευρισκομένων συσπάστηκαν με όλες τις δυνατότητες της ανθρώπινης εκφραστικότητας. Ο μεταλλικός κρότος ταξίδεψε γοργά σε κάθε γωνία της αμφιθεατρικής πολεοδομίας. Με την ενίσχυση της αντήχησης να πολλαπλασιάζει την ένταση του ήχου, μεταβλήθηκε σταδιακά σε μια βουή που έμοιαζε να σιμώνει απειλητικά από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Στο τέλος η υποβλητική βοή κορυφώθηκε σε ένταση, λίγο πριν σβήσει αφήνοντας πίσω της ήχους φαντάσματα και  εκκενώσεις στατικού ηλεκτρισμού στην  ατμόσφαιρα και τα σώματα ορισμένων εκ των συγκεντρωμένων ανθρώπων. Ύστερα επικράτησε σιγή, καθώς ένα-ένα τα βλέμματα στράφηκαν στην όψη του νομίσματος που ανταπέδιδε το κοίταγμα.

Ήταν ένα πολύ σημαντικό έθιμο, ο κιρκαδιανός ρυθμός της ζωής της πόλης είχε προσαρμοστεί και κινούταν στο ρυθμό αυτής της τελετουργικής αναπαράστασης. Κάθε περαστική χρονιά, κατά την περίοδο του φθινοπώρου, την εποχή που άλλοτε γινόταν ο θερισμός, όταν τα παζάρια και οι αγορές της πόλης γέμιζαν με τους μύριους καρπούς της γης, αναβίωνε το τελετουργικό. Τα γενέθλια του ήταν ακαθόριστα και χάνονταν στις ομίχλες του μυθικού χρόνου της πόλης. Αναπαριστούσε την άλογη και ολοκληρωτική καταστροφή του ανθρώπινου μόχθου, του πλούτου της ζωής, τον κουβά με το γάλα που κλοτσά και χύνει η αγελάδα, το σκοτεινό πηγάδι στο κούφιο κέντρο κάθε φιλόδοξης ανθρώπινης προσπάθειας. Ίσως κάποτε να υπήρξε μια δεινότερη καταστροφή από όλες τις προηγούμενες που μπορούσαν να ανακληθούν από το συλλογικό μνημονικό της πόλης, μια συστροφή των σπλάχνων της τύχης βιαιότερη από όλα τα παρελθόντα καπρίτσια του καιρού, που στιγμάτισε βαθιά τις συνήθειες και τις αντιλήψεις των ανθρώπων και άφησε σαν παρακαταθήκη το ετήσιο πέταγμα του νομίσματος, να υπενθυμίζει και να ξορκίζει το μυθικό κακό. Η φορά του κέρματος θα έκρινε την τύχη του έτους.

Εδώ και χρόνια ρίπτονταν δικαιωματικά από την τάξη των λογιστών και την συντεχνία τους. Σε παλαιότερες εποχές αυτή η τιμητική και ουσιαστική εξουσία ανήκε στην τάξη των γεωργών, καθώς τα χεριά αυτά κρατούσαν τον υλικό πλούτο της κοινότητας. Με το πέρασμα των αιώνων το δικαίωμα πέρασε διαδοχικά από την τάξη των γεωργών σε αυτή των εμπόρων, για να καταλήξει στο παρόν να ανήκει στους τεχνοκράτες και τους λογιστές, αυτοί καλούνταν να υλοποιήσουν την απόφαση του κέρματος. Η κάθε όψη του νομίσματος, βάση προκαθορισμένης συμφωνίας, αντιστοιχούσε σε μια συγκεκριμένη προοπτική για την τρόπο συνολικής διαχείρισης του υλικού αποθέματος της κοινωνίας. Αν για παράδειγμα το κέρμα έπεφτε κάτω με την όψη της “κορόνας” να είναι η ορατή όψη τότε η απόφαση θα ήταν θετική, δηλαδή η ρουτίνα θα διασφαλιζόταν και η ζωή θα συνέχιζε στους κανονικούς της ρυθμούς, ενδίδοντας στις υλικές απολαύσεις του πλούτου. Στην αντίθετη περίπτωση, τα “γράμματα” του κέρματος θα συμβόλιζαν την ολοκληρωτική καταστροφή του λογιστικού έτους με το απλό πάτημα ενός πλήκτρου.

Στον κόσμο των λογιστών αυτό ήταν εφικτό καθώς τα στοιχεία της συνολικής οικονομίας ήταν υπό διαρκή λογιστικό έλεγχο και η οικονομική δραστηριότητα που δεν υπήρχε καταχωρημένη, ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη, σε μια κοινωνία που τιμωρούσε την αποφυγή δήλωσης λογιστικών στοιχείων με κατάσχεση υλικής υποδομής και εγκαταστάσεων που αφορούσαν στην έκνομη δραστηριότητα. Αν για παράδειγμα κάποιος πωλούσε ελαιόλαδο και δεν το δήλωνε στην εφορία, η ποινή αντιστοιχούσε σε κατάσχεση του ελαιόλαδου, των ελαιόδεντρων, της γης και των όποιων κερδών είχε σε ρευστό ο παραβάτης.
 Ήταν λοιπόν ασύμφορο να έχει κανείς δραστηριότητα πέραν του νόμου που υπαγόρευε ρητά ότι κάθε υλικό και πνευματικό αγαθό που παραγόταν και αποκτούσε εμπορεύσιμη και ανταλλακτική αξία, να δηλώνεται στην αρμόδια αρχή και να καταχωρείται στο γενικό ηλεκτρονικό σύστημα λογιστικής καταγραφής και ελέγχου. Βάση της λογιστικής λογικής λειτουργούσε και το φορολογικό σύστημα. Για παράδειγμα τα αγροτεμάχια και οι εκτάσεις γης που υπήρχαν ελαιόδεντρα, αυτά ορίζονταν ως πιθανή πηγή εισοδήματος, με βάση τις τρέχουσες τιμές του ελαιόλαδου, και φορολογούνταν αναλόγως, άσχετα από το αν ο φορολογούμενος δήλωνε ότι δεν υπήρχε τέτοια εκμετάλλευση.

 Τα περιουσιακά στοιχεία, ακίνητα και καταναλωτικά αγαθά δεν ήταν απλά τεκμήρια εισοδήματος, αλλά εκλαμβάνονταν ως πιθανές πηγές οικονομικής εκμετάλλευσης, με την φορολόγηση τους να διέπεται από ένα συγκεκριμένο πνεύμα που προσέφερε κίνητρα στην διαρκή οικονομική εκμετάλλευση και την ορθολογική διαχείριση του χρόνου, της ενέργειας και του κόστους κάθε πράξης, με γνώμονα την μεγιστοποίηση του υλικού και κοινωνικού κέρδους, που πήγαιναν χέρι-χέρι.

 Στον αντίποδα αυτής της εικόνας, η φορολογική φιλοσοφία και πρακτική τιμωρούσε όλες τις εναλλακτικές επιλογές και συμπεριφορές. Για παράδειγμα αν κάποιος δεν εκμεταλλευόταν με τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο  τις εργατο-ώρες που μπορούσε να πουλήσει στην αγορά εργασίας μέσα σε διάστημα ενός έτους, ήταν ένα γεγονός που δεν απασχολούσε τα αυτοματοποιημένα συστήματα της εφορίας. Η φορολογική αρχή υπολόγιζε τους φόρους βάση κάποιων ειδικών συναρτήσεων, στις οποίες συναρτούνταν οι μέσοι δείκτες οικονομικών οφελών και  το ποσοστό ανεργίας ανά κλάδο, και στο τέλος φορολογούσε βάση της μέγιστης πιθανής οικονομικής απολαβής στην εκμίσθωση μιας εργατοώρας ανά κατηγορία εργασίας. Αν δεν κινούσουν σε έτρωγε το θηρίο. Έπρεπε διαρκώς να κινείσαι σε αυτό τον κόσμο.

          Μέσα στην απόλυτη σιγή της κατάμεστης με κόσμο πλατείας η αγωνία των ανθρώπων είχε παγώσει τον αέρα, κάνοντας τις αναπνοές να σχηματίζουν κρυστάλλινες οθόνες, και από μέσα τους εκπορεύονταν φασματικοί εφιάλτες και οπτασίες. Μόλις κάποιος παρατηρούσε τις κρυσταλλικές προβολές, αυτές διαλύονταν σε χιλιάδες κομμάτια και επέστρεφαν στην νεφελώδη επικράτεια της συλλογικής φαντασίας, εντός της οποίας είχαν πάρει σχήμα και μορφή . Η ένταση της στιγμής δημιουργούσε την εντύπωση ότι μπορούσε κάποιος να αφουγκραστεί σχεδόν, τον υγρό ήχο των ματιών που συστρέφονταν στις κόχες, καθώς κοιτούσαν την αμίλητη όψη του νομίσματος. Έξαφνα, μέσα από την σιωπή, ακούστηκε το γεμάτο ανακούφιση ξεφύσημα του αρχιλογιστή. Σαν να αποτελούσε κάποιο σινιάλο, κύματα ευφορίας και χαράς άρχισαν να κυριεύουν το πλήθος και σε ελάχιστο χρόνο η περιοχή δονούταν συθέμελα από τους ήχους των γέλιων και των πανηγυρικών εκδηλώσεων.

Το νόμισμα είχε δείξει την καλή του όψη, πράγμα που σήμαινε ότι δεν υπήρχε λόγος για δράματα, στερήσεις και καταστροφές. «Η αγελάδα δεν κλώτσησε τον κουβά φέτος» ανακοίνωσε ο αρχιλογιστής σκουπίζοντας τον κρύο ιδρώτα από το μέτωπο του.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Το μεσημέρι



Στα μικράτα μου γνώρισα την συγγενικότατα μου με τη νέμεση, την θεία δίκη προσωποποιημένη στην μορφή εξηνταπεντάχρονου άνδρα, που κραδαίνοντας δερμάτινη ζώνη εγχάραξε στο παιδικό μου δέρμα και στην ψυχή μου την απολυτότητα του ταμπού.
Ο δρακόντειος ήλιος του μεσημεριού άπλωνε παγίδες στην αυλή των παιδικών μου χρόνων. Κάθε σκιά που επέτρεπε να σχηματιστεί αυτός ο λαμπερός πλάνητας των ουρανών, με καλούσε με τραγούδια και γαργαλιστικούς θορύβους να διαταράξω την απόρθητη τάξη των πραγμάτων. 

 Υπερέβαινα εαυτώ πολλές φορές, ξεχνώντας ρητές απαγορεύσεις και συμβόλαια θαρρείς με τον ίδιο τoν άρχοντα των μυγών. Το μεσημέρι σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες είναι η ώρα των ταραχοποιών πνευμάτων, είναι το αλώνι του εωσφόρου που εμφανίζεται στους καθρέφτες να σιγοντάρει τα τζιτζίκια στο ανέλπιδο τραγούδι του θέρους.

 Με συντροφιά την γεύση φρεσκοκομμένου τριαντάφυλλου, τα μεσημέρια ανακάτευα τις φωλιές των πουλιών, αναγνώριζα της Γης τον άξονα περιστρεφόμενος γύρω από μια επιτύμβια στήλη στο κέντρο της τσιμεντένιας αυλής . Το σκυρόδερμα έδιωχνε τους καλικάντζαρους και πλενόταν εύκολα.
Αυτές οι δραστηριότητες φυσικά χρίζονταν παραβατικές, βάση των απαράβατων κανόνων που  ορίζονται στην Άμπελο, το μυστικό βιβλίο της ώρας, που η τελευταία του θέση υπήρξε ένα πηγάδι στο πίσω μέρος της παραδομένης στον κισσό εκκλησίας της Υπαπαντής.

Η πρέπουσα αντιμετώπιση της σαγηνευτικής αταξίας που έφεραν σαν πολύχρωμο λοφίο οι μεσημεριανές ώρες ήταν ο ύπνος ο βαθύς. Ο ύπνος που προσομοιώνει τον θάνατο. Το αραξοβόλι του Μορφέα που χαρίζει όνειρα στα θαλασσοδαρμένα καράβια της βιοπάλης και εφιάλτες στα μπουμπούκια των ανθρώπων. Εγώ προσωπικά δεν μπορούσα να παραδοθώ σε αυτή την άμυαλη ανάπαυση.

Το μεσημέρι ήταν σαν ένα ακαταμάχητο ξόρκι που έτρεπε τους ψηλούς, αυστηρούς ανθρώπους των παιδικών μου χρόνων σε μια αγρανάπαυση, σε μια προσωρινή θανάτωση που άφηνε αρκετό χώρο για να ξεδιπλώσω τα φιλόδοξα σχέδια των μοναχικών μου δραμάτων.
Ένα τέτοιο μεσημέρι η τύχη μου διασταυρώθηκε με τα κλαδιά των δέντρων του περιβολιού. Για μέρες άκουγα τους γίγαντες των οικογενειακών μύθων να μιλούν για κάποια τελετουργία που ονόμαζαν «μπόλιασμα».

 Στα αυτιά μου ηχούσε σαν να επρόκειτο για κάποια πράξη που τελούν τα σαλιγκάρια, που αποκαλούνται «μπόμπολες» στην κερκυραϊκή γη. Σε μια περιπλάνηση μου λοιπόν, στην απέραντη ζούγκλα της πίσω αυλής, που γειτνίαζε με τον σταύλο που ζούσε ο Πήγασος, όνος αρχοντικής γενιάς με ανθρωποφαγικές τάσεις που ανήκε στην οικογένεια, διαπίστωσα ότι οι πορτοκαλιές είχαν τραυματιστεί και έφεραν επιδέσμους που συγκρατούσαν πάνω στον κορμό τους κλαδιά από λεμονιές. Λυπήθηκα που τα όμορφα οπωροφόρα δέντρα υπέφεραν κατά αυτό τον τρόπο και βάλθηκα να απαλύνω τον πόνο τους, αφαιρώντας τους επιδέσμους έτσι ώστε να μπορέσουν να αναπνεύσουν καλύτερα.

Δούλεψα μεθοδικά μέχρι που ο ήλιος έγειρε προς τους λόφους και το χώμα κιτρίνισε με τα παρασιτικά κλαδιά της λεμονιάς που είχαν γαντζωθεί με το ζόρι πάνω στους κλώνους της γλυκιάς πορτοκαλαίας.
Σαν μια υπόκωφη βροντή άκουσα τον θόρυβο της δρύινης εξώπορτας του σπιτιού μας να σείεται από μένος πέραν του ανθρώπινου. Ω ουρανοί! Δεν ήταν ο παππούς μου αυτός ο δαίμονας που όρμησε κατά πάνω μου βγάζοντας αφρούς από το στόμα.

Εκεί που η ζωή μου ήταν χαμένη και το κάψιμο από το δερμάτινο ζωνάρι συνομιλούσε με το δέρμα μου, παρεμβλήθηκε ως άλλη πασχαλίτσα της καλής μου τύχης, γηραιά και υπέρβαρη κυρία, ονόματι «γιαγιά», η οποία με έκρυψε στην σκιά του φορέματος της και μαζί στροβιλιστήκαμε σε ένα παράφορο γαϊτανάκι υπό τους ήχους άγριων βλασφημιών και απειλών.

Σύντομα όλα ήταν ήσυχα ξανά. Ο δράκος είχε ξεθυμάνει αλλά τα μεσημέρια φάνταζαν πλέον επικίνδυνα.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

πριν έρθει το σκοτάδι


Το  σκυλί στην εξώπορτα αναδεύτηκε και σηκώθηκε αργά από το σημείο που ήταν ξαπλωμένο σχεδόν όλη την ημέρα.

Ήταν μια γηραιά κυρία αδιευκρίνιστης ηλικίας με μαύρο σγουρό τρίχωμα που την έκανε να μοιάζει με αλλόκοσμο πρόβατο.

Το σκυλί ήταν το έμβλημα της γειτονιάς και πάντα απολάμβανε την προσοχή και την φροντίδα των ζωόφιλων της περιοχής.

Οι μαγαζάτορες με ζήλο θαυμαστό πρόσεχαν το τριχωτό άλλοθι  της ευσπλαχνίας τους, προσφέροντας τροφή και σκιά στην βαρύθυμη σκύλα.

Αυτή, όταν δεν ξάπλωνε στο φθαρμένο πλακόστρωτο, επιτελούσε χρέη τροχονόμου στους δρόμους που ρυμοτομούσαν την αρχαία συνοικία, κυνηγώντας αμείλικτα όποιο τροχοφόρο παρανομούσε διερχόμενο τα στενά σοκάκια.
Δεν ήταν όμως το μοναδικό ορόσημο της παλιάς πόλης. Για την ακρίβεια, το σκυλί , οι τρόποι και οι ρυθμοί του, έμοιαζαν σαν να καθρεφτίζουν το είδωλο ενός άλλου αρχαίου  σημείου  που στοίχειωνε την γειτονιά.
Οι πιο παλιοί έλεγαν ότι το στοίχειωμα υπήρξε κάποτε γυναίκα. Την έλεγαν Όλγα και στα νιάτα της είχε μαγευτική φωνή. Ζούσε μόνη σε ένα άδειο σπίτι, δίχως τις ανέσεις του πολιτισμού.
Οι φιλόζωοι περίοικοι δεν σχολίαζαν το γεγονός ότι το στοίχειωμα διαβιούσε δίχως φως και τρεχούμενο νερό. Η χρεωκοπία μιας χώρας φαντάζει σαν πανάκεια για την αυθαιρεσία και την εγκατάλειψη, η Όλγα όμως είχε στερηθεί τα στοιχειώδη της ανθρώπινης διαβίωσης πολύ πριν έρθει το σκοτάδι.  Ζούσε στην σκιά πριν οι υπόλοιποι αντιληφθούν καν την έλευση της.
 Ήταν αυτός ο λόγος που είχε σταδιακά μεταμορφωθεί σε στοιχειό. Οι άνθρωποι την έβλεπαν καθημερινά να βγαίνει στο σαπισμένο περβάζι του παραθύρου της και να εξαπολύει κατάρες και σκοτεινά ξόρκια προς αόρατους εχθρούς.
Τα βράδια επιδίδονταν σε ομηρικές αψιμαχίες με φασματικούς καταπιεστές, δυνάστες αλλοτινών χρόνων και  φθονερές ανταγωνίστριες, στην θαμπή ανάμνηση που ήταν τώρα για αυτήν, το αλώνι του έρωτα.
Μια μέρα καταράστηκε τον προστάτη της πόλης να μην ξαναβγεί από την λάρνακα του, να μην ξαναπατήσει τις νύχτες  τα σοκάκια και τα καλντερίμια, αν δεν την απελευθερώσει από το μαρτύριο της.
Ακόμα και οι άγιοι δένονται από τον αναστεναγμό της βασανισμένης ψυχής και φοβούνται τον θυμό της εκθρονισμένης  χθόνιας γυναίκας, που παρότι κρυμμένη από την ματιά των σύγχρονων ανθρώπων,  βασιλεύει στα παρακάλια και τις κρυφές ελπίδες όλων των μοναχικών  και ξεχασμένων μανάδων του κόσμου.
Το επόμενο πρωί οι μαγαζάτορες βρήκαν το μαύρο σκυλί να κείτεται άψυχο στην θέση που πάντα ξάπλωνε. Η τουριστική κίνηση ήταν πολύ πεσμένη και έτσι σύντομα η άλογη θλίψη τους εξανεμίστηκε μέσα σε συζητήσεις  για την οικονομική κρίση και την παράξενη αλλαγή της θερμοκρασίας.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Zωή κάτω απ' το δέρμα



Ανέβηκε στο ύψωμα και κοίταξε πέρα στον σκονισμένο ορίζοντα. Το αντιφέγγισμα από τις φλόγες ίσα που διακρίνονταν μέσα στο αμείλικτο καμίνι του ήλιου. Η  φωτιά φαινόταν να γλύφει τους ψηλούς πύργους της πόλης που διαφαίνονταν σε κοντινή απόσταση από το σημείο που βρίσκονταν. Στα αφτιά του έφτασε ένα συνονθύλευμα από κραυγές και γέλια. Ήταν παράξενο να στέκεται εκεί και να παρατηρεί το καταστροφικό έργο μένοντας αμέτοχος. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ροβόλησε κάτω τον αμμόλοφο και αδιαφορώντας για τα τσιμπήματα των εκδικητικών κέδρων, βάλθηκε να προχωράει με γοργό ρυθμό προς την φλεγόμενη οπτασία. Μετά από  ένα επώδυνο μίλι, το κεδροδάσος, που τον εμπόδιζε να δει σε απόσταση, άρχισε να αραιώνει. Τότε μπροστά του ξεδιπλώθηκε το πανόραμα των κτηρίων της πόλης. Ήταν χτισμένη σε μια όαση που την διέτρεχαν δύο ρυάκια, που στην ένωση τους σχημάτιζαν μια ρηχή λιμνούλα γλυκού νερού. Οι χουρμαδιές και οι φοίνικες δώριζαν την σκιά και τους καρπούς τους στους κάτοικους της πόλης, που σύμφωνα με τις ιστορίες των ταξιδιωτών, ζούσαν μια ειρηνική και ξέγνοιαστη ζωή, μακριά από την βαρβαρότητα των μεγάλων πόλεων. Σήμερα όμως αυτές οι περιγραφές έμοιαζαν το λιγότερο ανακριβείς, καθώς το επιβλητικό θέαμα των οχυρώσεων της πόλης, με την κεντρική πύλη να χάσκει ορθάνοιχτη, δεν κρατούσε πλέον κρυφό το εσωτερικό της πόλης. Το τεράστιο περίγραμμα της κεντρικής εισόδου  ήταν σαν ένα κάδρο στην σκηνή που διαδραματίζονταν εντός της κεντρικής αγοράς.Το οπτικό πεδίο που δημιουργούνταν από το κυκλώπειο ορθογώνιο άνοιγμα της κεντρικής πύλης,  έμοιαζε λες και έβγαινε μέσα από κάποιο πίνακα του Ολλανδού Ιερώνυμου Μπος. Όπου έφτανε η ματιά του αντίκριζε ένα χάος από μορφές ανθρώπων και ζώων που συμπλέκονταν σε σχήματα που η φαντασία αδυνατούσε να κατατάξει. Μια γυναίκα πέρασε μπροστά του τρέχοντας τραβώντας με μανία μια σάρκινη απόληξη στο πλευρό της, που έμοιαζε με πτερύγιο θαλάσσιου ζώου. Ένας γέρος ανυπολόγιστης ηλικίας χοροπηδούσε δεξιά και αριστερά πάνω σε πόδια που κατέληγαν σε δύο σκουρόχρωμες οπλές. Έντρομος ο επισκέπτης κάρφωσε το βλέμμα του σε δύο παιδιά που χαχάνιζαν εύθυμα καθώς το ένα προσπαθούσε να αδράξει τα φτερά της πολύχρωμης ουράς που εξείχε από το σκισμένο παντελόνι του άλλου. Η όλη κατάσταση ήταν τόσο παράδοξη που ο έκπληκτος επισκέπτης άρχισε να αμφιβάλλει για την εγκυρότητα της αντίληψής του. Δεν ήταν δυνατόν όλα αυτά που αντίκριζε να ήταν αλήθεια. Μάλλον οι υψηλές θερμοκρασίες και το άνυδρο περιβάλλον της ερήμου είχαν καταβάλει και μπερδέψει τις αισθήσεις του. Άρχισε να πισωπατά μην αντέχοντας αυτή την σύγχυση. Μετά από τέσσερα μπερδεμένα βήματα η πορεία του ανακόπηκε καθώς σκόνταψε πάνω σε ένα νεαρό που όλη αυτή την ώρα στέκονταν κάπου πίσω του. Ο νεαρός πρέπει να ήταν κάποιο είδος καλλιτέχνη γιατί είχε στήσει στο έδαφος ένα καβαλέτο και με μεγάλη ζέση σχεδίαζε μανιακά τις εικόνες χάους και παραδοξότητας που εκτυλίσσονταν μπροστά τους. Ο επισκέπτης απόρησε που δεν είχε αντιληφθεί πρότερα την παρουσία του νεαρού. "Τι συμβαίνει σε αυτή την πόλη ; " κατάφερε να ψελλίσει.  "Δεν είσαι από τούτα τα μέρη από ό,τι φαίνεται" είπε ο νεαρός. Αλλιώς θα γνώριζες ότι αυτή η πόλη είναι χτισμένη πάνω στον ομφαλό του κόσμου. Αυτό που βλέπεις διαδραματίζεται κάθε δεκαπέντε χρόνια, πάντα την ίδια ημερομηνία όταν τα αστέρια συγκλίνουν κατάλληλα. Δεν είναι τόσο παράξενο όσο φαίνεται, οι κάτοικοι της πόλης το έχουν συνηθίσει. Ορισμένοι μάλιστα έχουν σκαρφιστεί τρόπους να κερδίζουν χρήματα από αυτό,  προβάλλοντας αυτές τις περιπτώσεις σαν τουριστικό αξιοθέατο. Αυτό που βλέπεις εδώ συμβαίνει άλλωστε παντού, απλά σε άλλα μέρη του κόσμου οι συνθήκες είναι τέτοιες που οι μεταμορφώσεις λαβαίνουν χώρα κατά την διάρκεια του ύπνου. Όλοι κρύβουμε ένα ζώο κάτω από το πετσί μας και στις κατάλληλες συνθήκες αυτό έρχεται στην επιφάνεια διεκδικώντας τον έλεγχο. Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο επισκέπτης άρχισε ασυναίσθητα να ψηλαφεί το σώμα του. Αγγίζοντας το κεφάλι του ξαφνιάστηκε καθώς εκεί που πριν λίγο βρίσκονταν τα αυτιά του τώρα άγγιζε κάτι μαλλιαρό και νευρώδες. Ο νεαρός τον κοίταξε διερευνητικά. Κρίνοντας από τα αυτιά σου είπε, εσύ έχεις μάλλον έναν γάιδαρο κρυμμένο μέσα σου. Δεν είναι και άσχημο αν σκεφτείς όλα τα πιθανά σενάρια...

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Το ποδήλατο της θάλασσας

Σε μια πόλη της ερήμου, που η θάλασσα νωχελικά γλύφει τα παράκτια είδωλα και τα σύννεφα συνωμοτούν, κρύβοντας επιμελώς τα πάθη και τις επιθυμίες ξεβράστηκε το δελφίνι.

Ο λόγος της εκούσιας αυτοκτονίας του έξυπνου κήτους παραμένει μέχρι σήμερα μυστήριο, επίκεντρο φλογερών συζητήσεων στους καφενέδες και στις βασιλεμένες αλέες που τα βράδια συνωστίζονται οι νέοι και οι νέες της πόλης.

Το δελφίνι δεν έχει χέρια και πόδια για να περιδιαβεί τους αμμόλοφους και τα καλντερίμια στις παρυφές της πόλης. Μεταφορτώθηκε ένα δειλινό σε ποδήλατο και χάρισε τον εαυτό του στο ποίο παράξενο παιδί της πόλης. Μαζί ταξίδευαν στις δημοσιές με τα φοινικόδεντρα και στα σκιερά σοκάκια της δαιδαλώδους παλιάς συνοικίας, κοντά στα γκρεμίσματα του αρχαίου ανακτόρου.

 Οι γέροι της πόλης σιγοψιθύριζαν ιστορίες για τις παλιές μέρες της πόλης. Ένα παράξενο τελετουργικό έθιμο που όριζε την μετάβαση όλων των παιδιών της περιοχής στην κοινωνία των ανθρώπων. Μην το αφήνεις να κρύβεται, είπε ένας βλοσυρός γέρος στο παιδί, που με μάτια ορθάνοικτα ξεκαβάλησε το γαλάζιο του ποδήλατο. Όταν κοιμάσαι παιδί μου το κήτος γυρνά στη θάλασσα, μια μέρα θα φύγει για πάντα.

 Οι γέροι σαν μια βραχνή χορωδία άρχισαν να διαφωνούν για το ποια ήταν η πρέπουσα πράξη σχετικά με το κρυφό δελφίνι. "Πρέπει αγόρι μου να το παραφυλάξεις το βράδυ, πρέπει να το θυσιάσεις στα παλιά είδωλα, αυτά που στέκουν από τα αρχαία χρόνια στην λεωφόρο που βλέπει στην ακροθαλασσιά.

Αν θες να γίνεις άνθρωπος πρέπει να θυσιάσεις το ποδήλατο σου και μαζί με αυτό και το σκανδαλιάρικο κήτος που ζει μέσα του". Το παιδί άκουγε έντρομο τις παραινέσεις, δεν καταλάβαινα πως γίνονταν όλα αυτά να γίνουν πράξη. Ο γέρος με την άσπρη γενειάδα και την σκονισμένη κελεμπία του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. Έλα μην φοβάσαι …του είπε, η ζωή είναι ένα τραγούδι που τραγουδά κάθε βραδύ ο άνεμος, καθώς ανακατεύει την άμμο. Πρέπει να μάθεις και εσύ αυτό το τραγούδι, πρέπει να καπνίσεις το δελφίνι.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Τα χαμένα ποδήλατα

Εδώ και κάποιο καιρό ένα παράξενο φαινόμενο εκδηλώνεται στο πολύπαθο νησί των Φαιάκων. Ο λόγος για την διαρκή και μυστηριώδη εξαφάνιση των ποδηλατών. Συμφωνά με δηλώσεις ειδικών, που ασχολούνται με αυτή την αινιγματική πτυχή της Κερκυραϊκής πραγματικότητας, τον τελευταίο μήνα, έχουν εξαφανιστεί πάνω από 200 ποδήλατα. Τα χαμένα ποδήλατα δεν έχουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό. Προέρχονται από όλες τις τάξης και τις κατηγορίες του ποδηλατικού σύμπαντος.
Οι συντετριμμένοι ιδιοκτήτες τους δηλώνουν αδυναμία στο να κατανοήσουν πως προκύπτουν αυτές οι εξαφανίσεις. Τις περισσότερες φορές τα ποδήλατα βρίσκονταν ασφαλισμένα, κλειδωμένα σε κολόνες ή ειδικές θέσεις ποδηλατών, αραγμένα σε πολυσύχναστους δρόμους. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες εξομολογούνται ότι άφησαν το ποδήλατο μόνο του για λίγες ώρες και κατά την επιστροφή τους το βρήκαν να απουσιάζει μαζί με την κλειδαριά και σε κάποιες περιπτώσεις έλειπε ακόμα και η κολόνα στην οποία το ποδήλατο ήταν δεμένο!!!. Ο κόσμος απορούσε και όπως ήταν αναμενόμενο, κάποιες υποψίες στράφηκαν προς τους φτωχούς μετανάστες, που τον τελευταίο καιρό περιδιαβαίνουν την Κερκυραϊκή ύπαιθρο. Τα αποτελέσματα υπεύθυνης και ενδελεχούς έρευνας όμως έδειξαν ότι αυτοί προμηθεύονταν τα ποδήλατα τους από την αστυνομία που τους τα παραχωρεί ευγενικά προκειμένου να δημιουργήσει άμυλα στα μέλη των μηχανοκίνητων ομάδων της, κάνοντας παράλληλα το άνθρωπο κυνηγητό ποιο συναρπαστικό για τους αστυνομικούς. Επιπλέον, η ίδια έρευνα κατέδειξε το γεγονός, ότι τα ποδήλατα που δωρίζονταν σε μετανάστες, ήταν σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις πανάρχαια και έτσι δεν αντιστοιχούσαν στην τεράστια μάζα καινούριων ποδηλάτων που εξαφανίζονταν. Ύστερα από ανακοίνωση της αστυνομίας ότι χαρίζεται μεγάλος αριθμός ποδηλάτων στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση, έτρεξα και εγώ με την ελπίδα να βρω το χαμένο μου ποδήλατο. Αναπόφευκτα οι υποψίες μου στράφηκαν προς την Αστυνομία. Δεν μπορούσα να καταλάβω τη σκοπιμότητα του να κλέβεις ποδήλατα και μετά να τα χαρίζεις στον κόσμο και επιπλέον το θέαμα των κατεστραμμένων και παλιών ποδηλάτων που χάριζε η αστυνομία οδήγησε τις έρευνες μου σε άλλη κατεύθυνση.
Το μυστήριο λύθηκε ύστερα από την εφαρμογή ενός πανούργου σχεδίου που σκαρφίστηκε ένας φίλος μου. Το βράδυ που στον ουρανό διαδραματίζονταν η ολική έκλειψη Σελήνης, παραφύλαξα ένα επιδεικτικά ξεκλείδωτο ποδήλατο στην γειτονιά μου. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα οι αισθήσεις μου ερεθίστηκαν από έναν ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα του αέρα και τον ήχο από κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Ξεμύτισα από την κόγχη που είχα κουρνιάσει και με ορθάνοιχτα μάτια έγινα μάρτυρας του πιο μεγάλου μυστηρίου που είχα ποτέ αντικρύσει. Μια φασματική πομπή από ποδήλατα που γλιστρούσαν αθόρυβα στον αέρα κατέβαιναι το σοκάκι.
Για μια στιγμή δυο ποδήλατα στάθηκαν να εορούνται δίπλα στο ποδήλατο δόλωμα.
Ύστερα, σαν μέρος κάποιας χορογραφίας η πομπή κύκλωσε το δόλωμα και μαζί πέταξαν πάνω απο την θάλασσα προς την κατεύθυνση της νησίδας Βίδος. Μέσα στην σύγχυση μου, μόλις που πρόφτασα να διακρίνω το δικό μου ποδήλατο να ανεβοκατεβάινει απαλά στον αέρα, κάπου ανάμεσα στα άλλα.