Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Το μεσημέρι



Στα μικράτα μου γνώρισα την συγγενικότατα μου με τη νέμεση, την θεία δίκη προσωποποιημένη στην μορφή εξηνταπεντάχρονου άνδρα, που κραδαίνοντας δερμάτινη ζώνη εγχάραξε στο παιδικό μου δέρμα και στην ψυχή μου την απολυτότητα του ταμπού.
Ο δρακόντειος ήλιος του μεσημεριού άπλωνε παγίδες στην αυλή των παιδικών μου χρόνων. Κάθε σκιά που επέτρεπε να σχηματιστεί αυτός ο λαμπερός πλάνητας των ουρανών, με καλούσε με τραγούδια και γαργαλιστικούς θορύβους να διαταράξω την απόρθητη τάξη των πραγμάτων. 

 Υπερέβαινα εαυτώ πολλές φορές, ξεχνώντας ρητές απαγορεύσεις και συμβόλαια θαρρείς με τον ίδιο τoν άρχοντα των μυγών. Το μεσημέρι σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες είναι η ώρα των ταραχοποιών πνευμάτων, είναι το αλώνι του εωσφόρου που εμφανίζεται στους καθρέφτες να σιγοντάρει τα τζιτζίκια στο ανέλπιδο τραγούδι του θέρους.

 Με συντροφιά την γεύση φρεσκοκομμένου τριαντάφυλλου, τα μεσημέρια ανακάτευα τις φωλιές των πουλιών, αναγνώριζα της Γης τον άξονα περιστρεφόμενος γύρω από μια επιτύμβια στήλη στο κέντρο της τσιμεντένιας αυλής . Το σκυρόδερμα έδιωχνε τους καλικάντζαρους και πλενόταν εύκολα.
Αυτές οι δραστηριότητες φυσικά χρίζονταν παραβατικές, βάση των απαράβατων κανόνων που  ορίζονται στην Άμπελο, το μυστικό βιβλίο της ώρας, που η τελευταία του θέση υπήρξε ένα πηγάδι στο πίσω μέρος της παραδομένης στον κισσό εκκλησίας της Υπαπαντής.

Η πρέπουσα αντιμετώπιση της σαγηνευτικής αταξίας που έφεραν σαν πολύχρωμο λοφίο οι μεσημεριανές ώρες ήταν ο ύπνος ο βαθύς. Ο ύπνος που προσομοιώνει τον θάνατο. Το αραξοβόλι του Μορφέα που χαρίζει όνειρα στα θαλασσοδαρμένα καράβια της βιοπάλης και εφιάλτες στα μπουμπούκια των ανθρώπων. Εγώ προσωπικά δεν μπορούσα να παραδοθώ σε αυτή την άμυαλη ανάπαυση.

Το μεσημέρι ήταν σαν ένα ακαταμάχητο ξόρκι που έτρεπε τους ψηλούς, αυστηρούς ανθρώπους των παιδικών μου χρόνων σε μια αγρανάπαυση, σε μια προσωρινή θανάτωση που άφηνε αρκετό χώρο για να ξεδιπλώσω τα φιλόδοξα σχέδια των μοναχικών μου δραμάτων.
Ένα τέτοιο μεσημέρι η τύχη μου διασταυρώθηκε με τα κλαδιά των δέντρων του περιβολιού. Για μέρες άκουγα τους γίγαντες των οικογενειακών μύθων να μιλούν για κάποια τελετουργία που ονόμαζαν «μπόλιασμα».

 Στα αυτιά μου ηχούσε σαν να επρόκειτο για κάποια πράξη που τελούν τα σαλιγκάρια, που αποκαλούνται «μπόμπολες» στην κερκυραϊκή γη. Σε μια περιπλάνηση μου λοιπόν, στην απέραντη ζούγκλα της πίσω αυλής, που γειτνίαζε με τον σταύλο που ζούσε ο Πήγασος, όνος αρχοντικής γενιάς με ανθρωποφαγικές τάσεις που ανήκε στην οικογένεια, διαπίστωσα ότι οι πορτοκαλιές είχαν τραυματιστεί και έφεραν επιδέσμους που συγκρατούσαν πάνω στον κορμό τους κλαδιά από λεμονιές. Λυπήθηκα που τα όμορφα οπωροφόρα δέντρα υπέφεραν κατά αυτό τον τρόπο και βάλθηκα να απαλύνω τον πόνο τους, αφαιρώντας τους επιδέσμους έτσι ώστε να μπορέσουν να αναπνεύσουν καλύτερα.

Δούλεψα μεθοδικά μέχρι που ο ήλιος έγειρε προς τους λόφους και το χώμα κιτρίνισε με τα παρασιτικά κλαδιά της λεμονιάς που είχαν γαντζωθεί με το ζόρι πάνω στους κλώνους της γλυκιάς πορτοκαλαίας.
Σαν μια υπόκωφη βροντή άκουσα τον θόρυβο της δρύινης εξώπορτας του σπιτιού μας να σείεται από μένος πέραν του ανθρώπινου. Ω ουρανοί! Δεν ήταν ο παππούς μου αυτός ο δαίμονας που όρμησε κατά πάνω μου βγάζοντας αφρούς από το στόμα.

Εκεί που η ζωή μου ήταν χαμένη και το κάψιμο από το δερμάτινο ζωνάρι συνομιλούσε με το δέρμα μου, παρεμβλήθηκε ως άλλη πασχαλίτσα της καλής μου τύχης, γηραιά και υπέρβαρη κυρία, ονόματι «γιαγιά», η οποία με έκρυψε στην σκιά του φορέματος της και μαζί στροβιλιστήκαμε σε ένα παράφορο γαϊτανάκι υπό τους ήχους άγριων βλασφημιών και απειλών.

Σύντομα όλα ήταν ήσυχα ξανά. Ο δράκος είχε ξεθυμάνει αλλά τα μεσημέρια φάνταζαν πλέον επικίνδυνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου