Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Το νόμισμα



 Το νόμισμα μετεωρίστηκε στον αέρα για μα στιγμή που φάνηκε να διαρκεί αιώνια. Στο ελάχιστο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ανόδου του στους αιθέρες και την ηχηρή του πτώση στην πλακόστρωτη πλατεία, τα πρόσωπα των παρευρισκομένων συσπάστηκαν με όλες τις δυνατότητες της ανθρώπινης εκφραστικότητας. Ο μεταλλικός κρότος ταξίδεψε γοργά σε κάθε γωνία της αμφιθεατρικής πολεοδομίας. Με την ενίσχυση της αντήχησης να πολλαπλασιάζει την ένταση του ήχου, μεταβλήθηκε σταδιακά σε μια βουή που έμοιαζε να σιμώνει απειλητικά από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Στο τέλος η υποβλητική βοή κορυφώθηκε σε ένταση, λίγο πριν σβήσει αφήνοντας πίσω της ήχους φαντάσματα και  εκκενώσεις στατικού ηλεκτρισμού στην  ατμόσφαιρα και τα σώματα ορισμένων εκ των συγκεντρωμένων ανθρώπων. Ύστερα επικράτησε σιγή, καθώς ένα-ένα τα βλέμματα στράφηκαν στην όψη του νομίσματος που ανταπέδιδε το κοίταγμα.

Ήταν ένα πολύ σημαντικό έθιμο, ο κιρκαδιανός ρυθμός της ζωής της πόλης είχε προσαρμοστεί και κινούταν στο ρυθμό αυτής της τελετουργικής αναπαράστασης. Κάθε περαστική χρονιά, κατά την περίοδο του φθινοπώρου, την εποχή που άλλοτε γινόταν ο θερισμός, όταν τα παζάρια και οι αγορές της πόλης γέμιζαν με τους μύριους καρπούς της γης, αναβίωνε το τελετουργικό. Τα γενέθλια του ήταν ακαθόριστα και χάνονταν στις ομίχλες του μυθικού χρόνου της πόλης. Αναπαριστούσε την άλογη και ολοκληρωτική καταστροφή του ανθρώπινου μόχθου, του πλούτου της ζωής, τον κουβά με το γάλα που κλοτσά και χύνει η αγελάδα, το σκοτεινό πηγάδι στο κούφιο κέντρο κάθε φιλόδοξης ανθρώπινης προσπάθειας. Ίσως κάποτε να υπήρξε μια δεινότερη καταστροφή από όλες τις προηγούμενες που μπορούσαν να ανακληθούν από το συλλογικό μνημονικό της πόλης, μια συστροφή των σπλάχνων της τύχης βιαιότερη από όλα τα παρελθόντα καπρίτσια του καιρού, που στιγμάτισε βαθιά τις συνήθειες και τις αντιλήψεις των ανθρώπων και άφησε σαν παρακαταθήκη το ετήσιο πέταγμα του νομίσματος, να υπενθυμίζει και να ξορκίζει το μυθικό κακό. Η φορά του κέρματος θα έκρινε την τύχη του έτους.

Εδώ και χρόνια ρίπτονταν δικαιωματικά από την τάξη των λογιστών και την συντεχνία τους. Σε παλαιότερες εποχές αυτή η τιμητική και ουσιαστική εξουσία ανήκε στην τάξη των γεωργών, καθώς τα χεριά αυτά κρατούσαν τον υλικό πλούτο της κοινότητας. Με το πέρασμα των αιώνων το δικαίωμα πέρασε διαδοχικά από την τάξη των γεωργών σε αυτή των εμπόρων, για να καταλήξει στο παρόν να ανήκει στους τεχνοκράτες και τους λογιστές, αυτοί καλούνταν να υλοποιήσουν την απόφαση του κέρματος. Η κάθε όψη του νομίσματος, βάση προκαθορισμένης συμφωνίας, αντιστοιχούσε σε μια συγκεκριμένη προοπτική για την τρόπο συνολικής διαχείρισης του υλικού αποθέματος της κοινωνίας. Αν για παράδειγμα το κέρμα έπεφτε κάτω με την όψη της “κορόνας” να είναι η ορατή όψη τότε η απόφαση θα ήταν θετική, δηλαδή η ρουτίνα θα διασφαλιζόταν και η ζωή θα συνέχιζε στους κανονικούς της ρυθμούς, ενδίδοντας στις υλικές απολαύσεις του πλούτου. Στην αντίθετη περίπτωση, τα “γράμματα” του κέρματος θα συμβόλιζαν την ολοκληρωτική καταστροφή του λογιστικού έτους με το απλό πάτημα ενός πλήκτρου.

Στον κόσμο των λογιστών αυτό ήταν εφικτό καθώς τα στοιχεία της συνολικής οικονομίας ήταν υπό διαρκή λογιστικό έλεγχο και η οικονομική δραστηριότητα που δεν υπήρχε καταχωρημένη, ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη, σε μια κοινωνία που τιμωρούσε την αποφυγή δήλωσης λογιστικών στοιχείων με κατάσχεση υλικής υποδομής και εγκαταστάσεων που αφορούσαν στην έκνομη δραστηριότητα. Αν για παράδειγμα κάποιος πωλούσε ελαιόλαδο και δεν το δήλωνε στην εφορία, η ποινή αντιστοιχούσε σε κατάσχεση του ελαιόλαδου, των ελαιόδεντρων, της γης και των όποιων κερδών είχε σε ρευστό ο παραβάτης.
 Ήταν λοιπόν ασύμφορο να έχει κανείς δραστηριότητα πέραν του νόμου που υπαγόρευε ρητά ότι κάθε υλικό και πνευματικό αγαθό που παραγόταν και αποκτούσε εμπορεύσιμη και ανταλλακτική αξία, να δηλώνεται στην αρμόδια αρχή και να καταχωρείται στο γενικό ηλεκτρονικό σύστημα λογιστικής καταγραφής και ελέγχου. Βάση της λογιστικής λογικής λειτουργούσε και το φορολογικό σύστημα. Για παράδειγμα τα αγροτεμάχια και οι εκτάσεις γης που υπήρχαν ελαιόδεντρα, αυτά ορίζονταν ως πιθανή πηγή εισοδήματος, με βάση τις τρέχουσες τιμές του ελαιόλαδου, και φορολογούνταν αναλόγως, άσχετα από το αν ο φορολογούμενος δήλωνε ότι δεν υπήρχε τέτοια εκμετάλλευση.

 Τα περιουσιακά στοιχεία, ακίνητα και καταναλωτικά αγαθά δεν ήταν απλά τεκμήρια εισοδήματος, αλλά εκλαμβάνονταν ως πιθανές πηγές οικονομικής εκμετάλλευσης, με την φορολόγηση τους να διέπεται από ένα συγκεκριμένο πνεύμα που προσέφερε κίνητρα στην διαρκή οικονομική εκμετάλλευση και την ορθολογική διαχείριση του χρόνου, της ενέργειας και του κόστους κάθε πράξης, με γνώμονα την μεγιστοποίηση του υλικού και κοινωνικού κέρδους, που πήγαιναν χέρι-χέρι.

 Στον αντίποδα αυτής της εικόνας, η φορολογική φιλοσοφία και πρακτική τιμωρούσε όλες τις εναλλακτικές επιλογές και συμπεριφορές. Για παράδειγμα αν κάποιος δεν εκμεταλλευόταν με τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο  τις εργατο-ώρες που μπορούσε να πουλήσει στην αγορά εργασίας μέσα σε διάστημα ενός έτους, ήταν ένα γεγονός που δεν απασχολούσε τα αυτοματοποιημένα συστήματα της εφορίας. Η φορολογική αρχή υπολόγιζε τους φόρους βάση κάποιων ειδικών συναρτήσεων, στις οποίες συναρτούνταν οι μέσοι δείκτες οικονομικών οφελών και  το ποσοστό ανεργίας ανά κλάδο, και στο τέλος φορολογούσε βάση της μέγιστης πιθανής οικονομικής απολαβής στην εκμίσθωση μιας εργατοώρας ανά κατηγορία εργασίας. Αν δεν κινούσουν σε έτρωγε το θηρίο. Έπρεπε διαρκώς να κινείσαι σε αυτό τον κόσμο.

          Μέσα στην απόλυτη σιγή της κατάμεστης με κόσμο πλατείας η αγωνία των ανθρώπων είχε παγώσει τον αέρα, κάνοντας τις αναπνοές να σχηματίζουν κρυστάλλινες οθόνες, και από μέσα τους εκπορεύονταν φασματικοί εφιάλτες και οπτασίες. Μόλις κάποιος παρατηρούσε τις κρυσταλλικές προβολές, αυτές διαλύονταν σε χιλιάδες κομμάτια και επέστρεφαν στην νεφελώδη επικράτεια της συλλογικής φαντασίας, εντός της οποίας είχαν πάρει σχήμα και μορφή . Η ένταση της στιγμής δημιουργούσε την εντύπωση ότι μπορούσε κάποιος να αφουγκραστεί σχεδόν, τον υγρό ήχο των ματιών που συστρέφονταν στις κόχες, καθώς κοιτούσαν την αμίλητη όψη του νομίσματος. Έξαφνα, μέσα από την σιωπή, ακούστηκε το γεμάτο ανακούφιση ξεφύσημα του αρχιλογιστή. Σαν να αποτελούσε κάποιο σινιάλο, κύματα ευφορίας και χαράς άρχισαν να κυριεύουν το πλήθος και σε ελάχιστο χρόνο η περιοχή δονούταν συθέμελα από τους ήχους των γέλιων και των πανηγυρικών εκδηλώσεων.

Το νόμισμα είχε δείξει την καλή του όψη, πράγμα που σήμαινε ότι δεν υπήρχε λόγος για δράματα, στερήσεις και καταστροφές. «Η αγελάδα δεν κλώτσησε τον κουβά φέτος» ανακοίνωσε ο αρχιλογιστής σκουπίζοντας τον κρύο ιδρώτα από το μέτωπο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου