Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Το Σπίτι τη νύχτα



H μοτοσυκλέτα επιτάχυνε και ο άνεμος την χτυπούσε με μανία. Τα μακριά μαλλιά του οδηγού μαστίγωναν τον συνεπιβάτη του. Αυτός προσπαθούσε να κρατηθεί πάνω στην μηχανή που έτρεχε στους έρημους δρόμους της νύχτας. Δεν είχε ντυθεί καλά καθώς είχαν περάσει την νύχτα πίνοντας και διασκεδάζοντας, εντός των θυρών φιλόξενου κέντρου διασκεδάσεως.
Είχαν αφεθεί ώρες να ακούνε δυνατή μουσική, το είδος στο οποίο αρέσκονται οι φοιτητές, να πίνουν και να αμπελοφιλοσοφούν επί παντός επιστητού. Ειδικότερα όμως συζητούσαν για τις μίκρο-διακυμάνσεις του ιστού, μέρους του οποίου ήταν και ο δικός τους εσωτερικός κύκλος. Ο κύκλος των τρελών όπως τους άρεσε να τον περιγράφουν. Είχαν ταμπουρωθεί εντός του διάφορες ανήσυχες ψυχές, χαμένες, σπρωγμένες σε αυτή την παρέα από την ανία και την βροχερή απομόνωση των χειμώνων του νησιού. Ήταν δύσκολο να είσαι νέος και απροσάρμοστος εκεί. Αν δεν ήσουν μέλος κάποιου αθλητικού συλλόγου ή δεν συμμετείχες σε κάποια φιλαρμονική δεν ήταν εύκολο να βρεις ανθρώπους να συναναστραφείς. Έτσι η υπό μια αίτια καταναγκαστική θαρρείς, κάποιοι τύποι προσωπικότητας είχαν την φυσική τάση να έλκονται.

Παρότι ο πιτσιρικάς συνοδηγός είχε να πάει στο σχολείο την επόμενη μέρα, σκαστός από το σπίτι, περνούσε την νύχτα πίνοντας το φθηνότερο ποτό. Ούζο με λεμονάδα. Εκείνη την νύχτα δεν είχε χρήματα και ζητούσε από τους γνωστούς του να τον κεράσουν. Μεθούσε την “συντριβή” της ηλικίας του, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν και ενέπλεκε τον εαυτό του σε διάφορες περιπέτειες. Περιπέτειες σαν και την αποψινή, όπου μαζί με έναν άνθρωπο, μεγαλύτερο σε ηλικία, άγνωστο σε αυτόν, είχε δεχθεί την πρόσκληση του, να πάνε τρεις την νύχτα στο Σπίτι.

Το “σπίτι” όπως το έλεγαν ήταν ένα παλιό πέτρινο υποστατικό που ανήκε αρχικά σε κάποιο τοπικό γαιοκτήμονα. Οι απόγονοι του πούλησαν ή ενοικίασαν το μεγαλύτερο μέρος της γης που ανήκε στην περιουσία του και σχετικά πρόσφατα, το σπίτι είχε αγοραστεί από ένα κοινόβιο Νοτιοαφρικάνων. Μια παράξενη υπόθεση, μια ασυνήθιστη ομήγυρη. Μια ομάδα γυναικών και ένας ψυχίατρος. Το Σπίτι έμεινε όμως άδειο εδώ και κάποια χρόνια, επιπλωμένο με τα πράγματα της παράξενης αυτής ομάδας.

Η μοτοσυκλέτα διέσχιζε την απόσταση με μεγάλη ταχύτητα. Ο οδηγός ήταν γύρω στα τριάντα. Ομολογουμένως ήταν καλός οδηγός παρόλη την μέθη του. Είχε έρθει στο νησί από την πρωτεύουσα για να ηρεμήσει. Ήταν γνωστός εκεί, στις συλλογικότητες καταληψιών και αναρχικών. Μέσο κάποιας γνωριμίας που σχετιζόταν με το σπίτι είχε εξασφαλίσει την άδεια να μείνει σε αυτό για εκείνο τον χειμώνα. Ήταν πλέον δικτυωμένος με τους τοπικούς τρελούς και το σπίτι στην ερημιά είχε μετατραπεί σε χώρο για πρόβες και στέκι συνάντησης της υπόγειας κοινότητας του νησιού. Μια διευρυμένη παρέα που αποτελούταν από μουσικούς και άλλους αυτοσχέδιους καλλιτέχνες, πότες και ξενύχτες και άλλα πολλά ανομολόγητα. Ο πιτσιρικάς κρατιέται από πάνω του σφιχτά. Είναι το νεότερο μέλος αυτής της παρέας. Δεκαεφτά χρονών. Ένας μικρός αλητάμπουρας που περνιέται για μεγαλύτερος και αναζητά την συντροφιά των μεγαλύτερων. Είναι σε ρήξη με την οικογένεια του. Έχει ξεφύγει. Μασκότ είναι σε αυτό τον μυστικό κύκλο.

Σύντομα οι δύο αναβάτες αφήνουν πίσω τους τα φώτα της πόλης. Τώρα μόνο οι προβολείς της μοτοσυκλέτας φωτίζουν το σκοτεινό δρόμο. Οι λωρίδες σημάνσεις περνούν γοργά, καθώς τριγύρω τους απλώνεται ο ελαιώνας. Κάποια ανυποψίαστη στιγμή ο οδηγός κόβει ταχύτητα και στρίβει σε έναν σχεδόν αθέατο παράδρομο. Μετά από μερικά μέτρα ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος εξαφανίζεται δίνοντας την θέση του σε ένα μονοπάτι, κατάφυτο και από τις δυο του πλευρές. Τα κλαδιά τους χαϊδεύουν καθώς περνούν ανάμεσα τους, μετά βίας διακρίνουν που πηγαίνουν. Σε μια καμπή του μονοπατιού συναντούν πλακόστρωτο και ξαφνικά το Σπίτι, φεγγαρόλουστο, σε όλο του το μεγαλείο, εμφανίζεται εμπρός τους. Ολόλευκοι κρίνοι είναι φυτρωμένοι δεξιά και αριστερά στο δρόμο που οδηγεί στο διώροφο πέτρινο οίκημα και τριγύρω του στέκονται φρουροί τέσσερις θεόρατοι φοίνικες. Η μηχανή επιβραδύνει και τέλος σταματά μπροστά στην αυλή του σπιτιού. 

Ο οδηγός την κάνει να σωπάσει. Σαν ιεροσυλία φαντάζει ο θόρυβος της μέσα στην απόλυτη σιγαλιά του τοπίου. Δυο μεγάλες καμάρες, σαν ανοιχτά στόματα, δείχνουν να σε προσκαλούν να εισέλθεις στα μυστήρια του σπιτιού. Από τις δύο πλευρές της κεντρικής εισόδου, ανεβαίνουν δυο πέτρινες σκάλες που οδηγούν σε μια μικρότερη είσοδο στον πρώτο όροφο. Σιωπηλοί και οι δυο τους δρασκελίζουν τα σκαλοπάτια και το σπίτι μοιάζει να ανταποκρίνεται στις δονήσεις των βημάτων τους. Ο μεγαλύτερος από τους δύο βγάζει ένα κλειδί από την τσέπη του, ξεκλειδώνει την πόρτα που υποχωρεί με ένα υπόκωφο ήχο.

Μπαίνουν μέσα και ανάβοντας το φως αντικρίζουν ένα δωμάτιο γεμάτο με πράγματα. Πίνακες κρεμασμένους στους τοίχους, ένας όμορφος καναπές και άλλα έπιπλα αρμονικά πλαισιώνουν το ευρύχωρο δωμάτιο. Παντού βλέπεις ράφια με ξενόγλωσσα βιβλία. Υπάρχει μια αρχοντιά στην διακόσμηση, που παρότι έχει αφεθεί στην σκόνη, διατηρεί κάτι από την αλλοτινή της λάμψη. Όμορφα αντικείμενα θαμπώνουν την ματιά, όπου και αν στρέφεται αυτή. Αφρικανικά αγαλματίδια από ελεφαντόδοντο στολίζουν την μαρκίζα από το τζάκι που βρίσκεται σε κεντρική θέση. Το σπίτι είχε κάποτε κεντρική θέρμανση αν κρίνει κανείς από τα θερμαντικά σώματα του δωματίου. Είχε πάψει όμως να λειτουργεί και έτσι οι δύο νυχτερινοί επισκέπτες προσπαθούν να ζεστάνουν το παγωμένο χώρο ανάβοντας το τζάκι. Σύντομα οι φλόγες παίζουν σαν πύρινες λεπίδες κάνοντας τις σκιές στις γωνίες να ψηλώνουν.

Κουλουριαμένοι μπροστά στο τζάκι αρχίζουν να μιλούν χαμηλόφωνα, σαν να μην θέλουν να σπάσουν την ησυχία που διακόπτεται μόνο από τα καλέσματα των πουλιών της νύχτας. Δυο κουκουβάγιες συνομιλούν μέσα στην σεληνόφωτη βραδιά και αποτελούν υπόκρουση στην συζήτηση που άναψε μπροστά από τις φλόγες. Ακούγονταν ιστορίες για αυτό το μυστήριο κοινόβιο, ιστορίες που εξυφαίνονταν γύρω από το κεντρικό ερώτημα: Τι δουλειά είχε το κοινόβιο, που έδρευε στο σπίτι αυτό, στο νησί. Μια ιστορία έλεγε για παράδειγμα πως ο γιατρός είχε στοιχεία που ήταν ευαίσθητα και αφορούσαν σε αξιωματούχους του Απαρτχάιντ. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή ο γιατρός και η ομάδα του είχαν καταφύγει στο σπίτι αυτό προκειμένου να αποφύγουν διώξεις στην χώρα τους. Για τις γυναίκες κάποιοι έλεγαν πως ήταν αρχικά ασθενείς του γιατρού. Στην συνέχεια άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια πιο πιπεράτες ιστορίες. Λέγανε πως το κοινόβιο είχε τελικά αποσυντεθεί για λόγους ερωτικούς. Πάλι κανείς δεν ήξερε τι αλήθεια είχε συμβεί μέσα σε αυτούς τους πέτρινους τοίχους. Άφωνοι αυτοί, αρνούνται να αποκαλύψουν τις ιστορίες τους. Μόνο τα αντικείμενα μαρτυρούν κάτι από το οργανωτικό και καλαίσθητο πνεύμα της ανθρώπινης παρουσίας. 

Βγάζουν να φάνε ψωμί και μια κονσέρβα σαρδέλες. Τους έκοβε η πείνα εδώ και ώρα. Μετά από την ποσότητα αλκοόλ που κατανάλωσαν στο μπαρ. Στο δίπλα χώρο υπάρχει ένα υπνοδωμάτιο και ένα μπάνιο. Πίνουν και άλλο και ο μεγαλύτερος συνεχίζει την αφήγηση. Εξιστορεί στον μικρότερο την ιστορία του Νέστορα, ενός από τα εξέχοντα μέλη της κύκλου τους.

Ήταν ανδραγάθημα σε αυτό τον κόσμο, αλλού να πατάς και αλλού να βρίσκεσαι.
Μια αντεστραμμένη αντίληψη της πραγματικότητας. Αποκλίνοντας από τον κοινό νου, οι μετέχοντες διασκέδαζαν με τα αποτελέσματα της τοξίνωσης και η επακόλουθη ανικανότητα επικοινωνίας και λειτουργίας θεωρούταν κατόρθωμα που κάποιος όφειλε να εξιστορήσει στους οικείους του. Το βέβαιο είναι ότι η πρακτική δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τα απαραίτητα περιβάλλοντα που στεγαζόταν. Μπαρ, χώροι πώλησης αλκοολούχων ποτών, πάρτι και φεστιβάλ χορευτικής μουσικής, όπου παρέχονταν και ο επιθυμητός ψυχεδελικός φωτισμός, ταβέρνες και τσιπουράδικα, παραλίες και καβάντζες. Πάντα και ο άλλος κόσμος, σε ανάλογη κατάσταση.
Ο Νέστωρ ήταν ιδιόμορφος άνθρωπος, ήμι-αγγελικός  και μεσσιανικός, με σχίζο-συναισθιματικό χαρακτήρα. Επιρρεπής στις ηδονές των αισθήσεων και ταυτόχρονα συντηρητικός. Ήταν μοναχοπαίδι με μειωμένη κοινωνική ικανότητα, ιδίως στον τομέα των σχέσεων αμοιβαιότητας. Ταυτόχρονα και αντιφατικά, ο Νέστωρ ήταν καλόψυχος, ευαίσθητος και τρυφερός. Ποιητής και εραστής ο Νέστωρ κατά τα λεγόμενα των δεσποινίδων. Βασικά ήταν ροκ και διατηρούσε αυτή την εικόνα για τον εαυτό του μέχρι την ώριμη πλέον ηλικία των πενήντα.

Ροκ εστί νεανική υποκουλτούρα που έχει στο επίκεντρο της την θεοποίηση της έντονης εμπειρίας.
Ζήσε γρήγορα πέθανε νέος, κάνε όλα αυτά τα πράγματα που θεωρούνται Ροκ: Χαλαρή και ασαφής επίκληση της ελευθερίας, διευρυμένη ερωτική δραστηριότητα, κατάλυση ηθικών φραγμών και αδιαφορία απέναντι σε γενικότερα ζητήματα υγιεινής. Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, με συνεπιβάτη, μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού, ερωτοτροπώντας με τον κίνδυνο σε οίστρο και με πρόσκαιρη αίσθηση αθανασίας. Σε γενικές  γραμμές, το ροκ και ο φιλοσοφικός και ποιητικός Ρομαντισμός έχουν κοινές αφετηρίες και αναφορές.

Ο ροκ ρομαντικός Νέστωρ λοιπόν, όπως συνέχιζε η αφήγηση, ήταν "φωτιά" στα νιάτα του. Ροκ μπάντες, ροκ βραδιές, ροκ ερωτική ζωή, και παράλληλα κατάφερε να τελειώσει την ακαδημία και να διοριστεί με την επετηρίδα σαν δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. “Την δουλειά του στο δημοτικό σχολείο δεν είμαι σε θέση να την κρίνω, η επαφή μου με τις ικανότητες του σχετιζόταν αποκλειστικά με την πρακτική διδασκαλία της ροκ μουσικής. Σε αυτό ήταν καλός δάσκαλος και με τρόπο υποδειγματικό, αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα”. Λάτρευε τις υψηλές εντάσεις και τον ήχο της ηλεκτρικής παραμόρφωσης. Παρότι δεν διέθετε σοβαρές τεχνικές και θεωρητικές γνώσεις μουσικής, διακατεχόταν από παροιμιώδη ενθουσιασμό και σε συνέπαιρνε σαν έπαιζε το ηλεκτρικό μπάσο στην ορχήστρα.” Ο Νέστωρ έπαιζε σόλο στο μπάσο σαν κιθαρίστας και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον αποπήραν για αυτή την συνήθεια άλλοι πιο κλασικοί παίχτες. Ο Νέστωρ ήταν όμως αντισυμβατικός σε πολλά πράγματα. Αφαιρούσε πάντα τα κορδόνια από τις στρατιωτικές αρβύλες που φορούσε και πρόσθετε φερμουάρ. Για να τις βγάζει πιο εύκολα "όταν είναι λιώμα" όπως έλεγε.

Με τον καιρό όμως βάρυνε και έχασε το λούστρο της νεανικής τρέλας. Του έμεινε το σαράκι ότι δεν μπόρεσε ποτέ να συγκεράσει τον αυθορμητισμό και την αυστηρότητα του χαρακτήρα του και αναλώθηκε στην αυτό-λύπηση. Δεν κατάφερνε να ισιώσει τον ρυθμό με την παραδοξότητα και στο τέλος βρέθηκε να κρατά στα χέρια του ένα δίλημμα σαν καυτή πατάτα. Η βασική αντίφαση της ροκ και του ρομαντισμού είναι αυτή του θανάτου και της δημιουργίας. Δυο στοιχεία που συνυπάρχουν αγνοώντας το ένα την ύπαρξη του άλλου, έως ότου έρχεται η στιγμή της σύγκρουσης τους. Το στάδιο της φθοράς είναι το σημείο που αγνοούσε ο παίχτης και δεν του άρεσε καθόλου το κουβάρι που είχε να λύσει. Ανάμεσα στην δημιουργικότητα και τον θάνατο υπάρχει η απόσταση της ζωής, και ο εγκλωβισμός του εαυτού σε στενά όρια οδηγεί συχνά σε γόρδιους δεσμούς, Θερμοπύλες και θεμελιώδη διλήμματα. Το χάσμα εντός του εαυτού ανοίγει και από μέσα ανέρχεται το πλοκάμι της κόλασης.

Οι φλόγες τρεμόπαιζαν, τα ξύλα στο τζάκι είχαν σχεδόν καεί. Ο πιτσιρικάς αφήνει για λίγο την γλυκιά θαλπωρή της μοναδικής πηγής θερμότητας για να προσθέσει και άλλο καύσιμο υλικό στην φωτιά. Η ώρα είναι πέντε το πρωί αλλά κανείς από τους δύο δεν νιώθει την ανάγκη για ύπνο. Το σκοτάδι είναι ακόμη πηχτό. Τα νεύρα τους είναι τεντωμένα. Αφουγκράζονται τον κάθε ανεπαίσθητο ήχο του σπιτιού θαρρείς και περιμένουν κάποιον ή κάτι να εμφανιστεί. Είναι σειρά του πιτσιρικά να πει μια ιστορία. Στρογγυλοκάθεται κοντά στην φωτιά, δίπλα στον σύντροφο του και ξεκινά να αφηγείται την ιστορία ενός αλλοπαρμένου προσώπου, του μαέστρου όπως τον ονόμαζαν περιπαιχτικά οι οικείοι του.

Τα αηδόνια της άνοιξης έρχονται κάθε χρόνο στο νησί. Το κάλεσμα τους όμως, σε μια εποχή αναγέννησης και δημιουργίας δεν είναι πάντα αντιληπτό από όλους τους τοπικούς ήρωες.”
 Η άνοιξη βρήκε τον “Μαέστρο” μπροστά σε μια οθόνη 13 ιντσών να “βγάζει τα μάτια του” για να καταλάβει τι είχε απογίνει ο κόπος δύο χειμώνων και οι προσδοκίες τριάντα και πλέον χρόνων. Σκιμένος καθώς ήταν στο ημίφως, πάνω από τον μικρό φορητό υπολογιστή, θύμιζε κάποιο ηλεκτρονικό κένταυρο που μελετούσε τα σπλάχνα του θυσιάσματος. Ήταν ψηλός και νευρώδης με λεπτά χαρακτηριστικά. Στα νιάτα του ήταν μάλλον εντυπωσιακός άνδρας, αλλά τώρα τα χρόνια είχαν θαμπώσει την αλλοτινή λάμψη του. Η στίλβη της σιγουριάς που έρχεται με τα χρόνια απουσίαζε από την μανιέρα του και κατά βάθος, όπως αναγνώριζε και ο ίδιος, ποτέ δεν είχε αλήθεια διαρρήξει το κέλυφος των εφηβικών πεποιθήσεων και ανασφαλειών του.

Εργαζόταν από εδώ και από εκεί άλλα βασική του ειδίκευση ήταν η κατεργασία του αλουμινίου. Αυτός βέβαια, θεωρούσε τον εαυτό του συνθέτη, όντας ελάσσων, ερασιτέχνης μουσικός παράγωγος. Δεν είχε σπουδάσει ποτέ μουσική επίσημα, αλλά συχνά μνημόνευε την συγγενική σχέση που είχε με τον αρχιμουσικό μιας τοπικής ορχήστρας του νησιού, θαρρείς και η μουσική ικανότητα να ήταν κάτι που τρέχει στο αίμα.
Δεν είχε πάντως περγαμηνές και δεν είχε καταβάλει ποτέ μεγάλη προσπάθεια να καλλιεργήσει το δεδομένο ταλέντο του. Σίγουρα κουβαλούσε ένα βαθμό παράνοιας καθώς στα νιάτα του είχε πειραματιστεί αρκετά και πέραν της “ζώνης ασφαλείας,” με την χημεία του εγκεφάλου του.

Ίσως για αυτό τον λόγο, ή εξαιτίας αυτού, όλοι οι ήρωες του, με εξαίρεση ίσως τον Fella και τον Frank, δεν απείχαν πολύ από τον ίδιο και τις δυνατότητές του. “Με το πέρασμα των αιώνων” είχε γίνει μάστορας της ανακύκλωσης του εαυτού του. Αναπαρήγαγε με αστείρευτη έμπνευση τα βασικά θέματα της τέχνης και τα σχήματα που τον συνέθεταν σαν λογισμό, σε άπειρες εκδοχές, μοτίβα και παραλλαγές με ένα τρόπο καταιγιστικό.

Και στην τέχνη και στην ζωή ο Μαέστρος ήταν υπερβολικός σαν δεινόσαυρος. Παθιασμένος και παράφορος με τον φόβο του θανάτου και την δίψα της αναγνώρισης, πέρασε μέσα από τα χρόνια σα φλεγόμενος κομήτης. Μια ζωή στο κατώφλι της αποκάλυψης, που όμως δεν ήρθε ποτέ σε κανένα επίπεδο. Η αριστοκρατικότητα του και τα δεκάδες ασυμβίβαστα συμπλέγματα που κουβαλούσε δεν επέτρεψαν σε αυτό το “τρελό διαμάντι” να λάμψει. Με τα χρόνια ο λογισμός του συστρεφόταν όλο και πιο ανήσυχος. “Είχε το σκουλήκι” όπως λένε στο νησί. Δεν έβρισκε πουθενά γαλήνη όσο και αν προσπαθούσε και αυτό τον έκανε ευερέθιστο. Σταδιακά απομονώθηκε από φίλους και γνωστούς λόγω της ασυμμάζευτης εριστικότητας του και βάλθηκε μόνος του, πιστός στις πιο ρομαντικές φαντασιώσεις και αυταπάτες του να συνθέτει το έργο της ζωής του, όπως πίστευε.

Με δανεικά μέσα παραγωγής, τις λίγες οικονομίες του και την βοήθεια φίλων του μουσικών βάλθηκε να δημιουργήσει το “μέγα έργο”. Την παρακαταθήκη του στις επόμενες γενεές, το αποτύπωμα του στη σκόνη της αιωνιότητας. Όλα αυτά μαζί συμπιεσμένα σε 13 τραγούδια αγγλόφωνου εναλλακτικού ροκ με τάσεις προς το progressive rock, που ευδοκίμησε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970. Ο Μαέστρος κίνησε Ουρανό και Γη σε μια ύστατη προσπάθεια να κατευνάσει τα πιο επιτακτικά απωθημένα, να πραγματώσει τα πιο άγρια όνειρα μιας αθεράπευτης εφηβείας.

 Επιστράτευσε παλιές  γνωριμίες, ταξίδεψε στην Αθήνα για ηχογραφήσεις, έκανε επαφές με δισκογραφικές εταιρείες, έστειλε ηλεκτρονικά μηνύματα σε παραγωγούς στο εξωτερικό, έμαθε κατ΄ ανάγκη να χειρίζεται εφαρμογές και προγράμματα για μουσικούς παραγωγούς, διαβάζοντας παράλληλα εγχειρίδια ηχοληψίας και μίξης ήχου. Τα έκανε όλα και μάλιστα ολομόναχος, καθώς δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη στους γύρω του, αλλά και οι φίλοι του, με εξαίρεση ίσως κάνα δύο από αυτούς δεν ασχολήθηκαν με την προσπάθεια του Μαέστρου. Οι λίγοι όμως, σαν μαίες, παραστεκόταν “στο προσκεφάλι” του στην καμαρούλα που ήταν καταλυμένη από βινύλια και μουσικά όργανα. Παρακολουθούσαν από κοντά την διαδικασία στα δύο χρόνια που χρειάστηκε για να “ξεγεννήσει” ο Μαέστρος και ήταν πάντα πρόθυμοι να τον συμβουλέψουν παρέχοντας ένα “δεύτερο αυτί”.

Αυτοί λοιπόν οι θαυμαστές, οι καλλιτεχνικοί συνοδοιπόροι, πληροφορήθηκαν με μεγάλη λύπη ένα πρωί στα τέλη του Απρίλη ότι το έργο ζωής είχε χαθεί, μαζί με τον δίσκο που ήταν αποθηκευμένο ως συνέπεια μιας ξαφνικής διακοπής ρεύματος στην παλιά πόλη. Ο δίσκος αποθήκευσης είχε “τσουρουφλιστεί” από την απότομη διαφοροποίηση της τάσης, όταν το κύκλωμα επανασυνδέθηκε, παγιδεύοντας την μουσική για πάντα στον εσωτερικό τομέα του. Οι ήχοι και οι μελωδίες των τραγουδιών είχαν μετατραπεί σε ένα ψηφιακό πολτό από ασύνταχτες προτάσεις δυαδικών ψηφίων, δίχως ειρμό και νόημα. Ο Μαέστρος ένιωθε σαν στην άλλη πλευρά της πρίζας, όλοι οι δαίμονες του να είχαν βάλει τα κέρατα τους και να διοχέτευαν την σιχαμερή τους ενέργεια μέσα από το καλώδιο σύνδεσης στον μετασχηματιστή, που τροφοδοτούσε τον δίσκο αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων.
Με πρόλαβαν ακόμα και όταν στάθηκα ενάρετος” σκέφτηκε...Ήταν αυτός ο λόγος που η Άνοιξη βρήκε το Μαέστρο αποθαρρυνμένο και στείρο, καθώς το μόνο συναίσθημα που του είχε απομείνει ήταν ένα μουδιασμένο πένθος για όλα αυτά που χάθηκαν λόγο της διαφοράς δυναμικού, της αφροσύνης και των μυρίων κακών της μοίρας του.

Οι σανίδες στο πάνω όροφο του σπιτιού έτριζαν από την πήξη που επιφέρει η παγωνιά. Οι δυο σύντροφοι αφουγκράζονται με κάποιο δέος αυτούς τους ήχος, Το σπίτι αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για στοιχειωμένες ψυχές. Το μυστήριο τον όσων έλαβαν χώρα εντός του δημιουργεί μια αίσθηση ανεπαίσθητης ανησυχίας . Ο πρεσβύτερος νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί μια ακόμα ιστορία πριν το τζάκι σβήνει οριστικά, τα πουλιά της χαραυγής ήδη αρχίζουν να προμηνύουν τον ερχομό της μέρας. Ο μικρός πρέπει σύντομα να επιστρέψει στο σπίτι πριν ο γονείς του ανακαλύψουν την απουσία του. Θα σου πω μια τελευταία ιστορία λέει στον πιτσιρικά. Μια εμπειρία που είχα στα χρόνια που έζησα στο εξωτερικό. Ο πιτσιρικάς αν και συντετριμμένος από της καταχριησeiς και την νύστα είναι πρόθυμος να ακούσει μια ακόμα ιστορία και έτσι ο πρεσβύτερος καταληψίας ξετυλίγει την τελευταία του ιστορία για απόψε.

“Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα το σπίτι του. Ήμουν δεν ήμουν δεκαεννιά χρονών. Ο Γιάννης ζούσε σε ένα σπίτι πλάι στο ποτάμι. Δεν ήταν  κανένα τρανό ποτάμι, ήταν ένα ρεύμα που παλιότερα χρησιμοποιούταν για να την μεταφορά εξαρτημάτων βιομηχανικού εξοπλισμού πάνω σε μεγάλες πλατφόρμες. Το νερό ήταν γκρίζο και μια ζούγκλα από  υδρόφυτα το έπνιγε από άκρη σε άκρη. Εκτός του Γιάννη στο διώροφο σπίτι κατοικούσαν δύο συμφοιτητές του, καλλιτέχνες και αυτοί και ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, σκαστό από το σπίτι ζούσε στους δρόμους μέχρι που την περιμάζεψε ο φιλεύσπλαχνος καλλιτέχνης και πλέον η μικρή τελούσε υπό την προστασία του. Καθισμένος στην πολυθρόνα του, έδειχνε ακόμα και διπλωμένος το ψηλόλιγνο παράστημα του. Έβαφε τα κοντοκομμένα μαλλιά του στο χρώμα της πλατίνας και ένας χαλκάς διαπερνούσε τον μπροστινό κάτω χόνδρο της μύτης. Δεν έκρυβε με κανένα τρόπο την ομοφυλοφιλία του, ήταν μάλλον ένας περήφανος “gay lord”, σοφός και διορατικός, όπως κάθε εκπρόσωπος του τύπου του, περιστοιχισμένος από την αυλή του.

Πολύς κόσμος μπαινόβγαινε σε αυτό το σπίτι και η ατμόσφαιρα θύμιζε αυτή που συναντάς σε νυχτερινά club. Η γενιά του Γιάννη έζησε στο ρυθμό των πρώτων παράνομων πάρτι, σε εγκαταλειμμένα εργοστάσια και συστάδες δέντρων που κάποτε ήταν πελώρια δάση. Εναντιώθηκε και αυτός όπως πολλοί άλλοι, στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα στην πάταξη του κινήματος των “ελεύθερων ταξιδιωτών” και των κοινωνικών ελευθεριών, μέσα από αυτές τις εμπειρίες είχε διαμορφώσει ένα εναλλακτικό τρόπο αντίληψης.

Το καλλιτεχνικό του έργο, ήταν περισσότερο μια διαδικασία, παρά κάτι το ολοκληρωμένο. Για εβδομάδες ολόκληρες κατέγραφε, με βίντεο και σκίτσα, την ανάπτυξη και συμπεριφορά μια βδέλλας μέσα σε ένα ενυδρείο. Τα υλικό αυτό θα μετατρέπονταν εν τέλει σε ένα καλλιτεχνικό βίντεο, μια συμβολική αναπαράσταση σε διπλό χρόνο ταχύτητας. Το αντικείμενο του έργου δεν μπόρεσα τότε να το καταλάβω. Είχε κάτι να κάνει με την χρίση του χρόνου στην καλλιτεχνική αναπαράσταση, και τις διευρυμένες δυνατότητες των νέων μέσων.

Θυμάμαι τότε διάβαζα τον σαρκαστικό Irvine Welsh, τον “συγγραφέα της χημικής γενιάς” όπως τον έλεγαν. Ο συγκεκριμένος είχε προσπαθήσει να περιγράψει τύπους σαν τον Γιάννη και την παρέα του, δεν είχε πέσει πολύ έξω. Η ζωή του ήταν γρήγορη και αποσπασματική, σαν το βίντεο με την βδέλλα, παιγμένη θαρρείς στην διπλή ταχύτητα, αισθητικά άρτια αλλά δίχως περιεχόμενο πέραν των αισθήσεων. Αλλά και μέσα σε αυτό τον πρόσκαιρο κόσμο ο “πολύς” Γιάννης επέβαλε έναν ηθικό κώδικα που διαπερνούσε το σύνολο της φαινομενικά ασύνδετης εμπειρίας της ζωής του. Δεν του άρεσαν τα παιχνίδια του μυαλού, ενοχλούνταν από την εντύπωση ότι τον “διάβαζα”. Έχοντας συνηθίσει ο ίδιος να είναι ο παρατηρητής των άλλων δεν ένιωθε άνετα με την αίσθηση ότι μαζί μου γινόταν αυτός το αντικείμενο της παρατήρησης.

Ένας αμερικανάκος καλοτεχνίτης των ερωτεύτηκε σφόδρα. Ξέχασε τον “καλό” του που μόλις πριν δύο βδομάδες τον είχε επισκεφθεί από την Αμερική, και μοιραζόταν για ένα καιρό τον ίδιο καναπέ με τον Γιάννη. Για λίγο πέρναγαν τέλεια στον νεόκοπο έρωτα τους και μετά κλάμα και οδυρμός με τον επακόλουθο χωρισμό, και η ερυσιβώδης όλυρα δεν βοήθησε το παιδί να δεχθεί την κατάσταση χωρίς δράμα. Στο σπίτι του Γιάννη βρήκα την κιθάρα που έμελλε να με συνοδέψει ως της μέρες μας. Σε μια γωνία παραπεταμένη, ιδιαίτερη και τραυματισμένη στο μανίκι από κάποια παλιά αβλεψία, ένιωσα μια ακαταμάχητη έλξη να την διασώσω από αυτή την μοίρα. Ήταν ένα παλιό σκαρί, με διάφορες μικρο-εκδορές στο λούστρο του σώματος, μια φθηνότερη γιαπωνέζικη απομίμηση μια βρετανικής κιθάρας της δεκαετίας του 1960. Παρ όλες τις ατέλειες όμως, αυτή η κιθάρα είχε χαρακτήρα και έκανα τα απαραίτητα για να διαπραγματευτώ την αγορά από τον ιδιοκτήτη της. Ήταν ένας φλεγματικός και αγέλαστος συγκάτοικος του Γιάννη, που δεν φαινόταν αρχικά πρόθυμος να την αποχωριστεί. Η τιμή έκλεισε αλλά είχα μόνο τα μισά χρήματα στην κατοχή μου. Η κιθάρα άλλαξε χέρια, όπως θα άλλαζε κάμποσες φορές έκτοτε, καταλήγοντας πάντα στα δικά μου. Έγινε δική μου, έδωσα τα μισά χρήματα και μια υπόσχεση που δεν τήρησα, τουλάχιστον όχι εμπρόθεσμα.

Μεσολάβησαν διάφορα απρόοπτα και εξανεμίστηκα από την πόλη με το κανάλι και τα διώροφα σπίτια. Οι περιπέτειες του νεαρού εαυτού φαντάζουν αρχετυπικές, ειδομένες από την απόσταση χρόνων ωριμότερων, όμως υπάρχει ένα μεταίχμιο που συναντάς κάποια στιγμή και η έξοδος από την παιδική ηλικία μπορεί να σε προσγειώσει ανώμαλα οπουδήποτε. Δεν τήρησα την υπόσχεση μου και η κιθάρα έμεινε κατά το ήμισυ δική μου και η πληρωμή λήφθηκε κατά το ήμισυ από τον συγκάτοικο του Γιάννη. Είμαι σίγουρος ότι επιβεβαίωσα τους φόβους του καλλιτέχνη. Ο εξωτισμός συνοδεύεται από τον κίνδυνο και το είχα επιβεβαιώσει στο πλατινένιο κεφάλι του. Μετά από περίπου ένα χρόνο ξαναπέρασα από εκείνα τα μέρη για να επισκεφτώ μια φίλη. Της έδωσα τα υπόλοιπα χρήματα της πληρωμής να τα παραδώσει για μένα στο σπίτι του Γιάννη. Δεν είχα το κουράγιο να τον αντιμετωπίσω…”

Κάπου εδώ τελείωσε η αφήγηση και ο μικρός λαγοκημόταν ήδη δίπλα στην μισοσβησμένη φωτιά. Ο μεγαλύτερος τον έβαλε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του παρακείμενου δωματίου και ο ίδιος ξάπλωσε στον καναπέ. Η ώρα είχε πάει οχτώ το πρωί και οι δύο τους ήταν είδη εξαντλημένοι. Ύστερα από έναν σύντομο ύπνο ταραγμένο,  ξύπνησαν ελαφρώς στραπατσαρισμένοι. Ήταν πλέον σχεδόν μεσημέρι. Ο πιτσιρικάς έπρεπε να γυρίσει επειγόντως στο σπίτι του. Είχε έναν φόβο πως ο γονείς του μπορεί να είχαν καλέσει την αστυνομία προς αναζήτηση του. Βγήκαν έξω στην ηλιόλουστη μέρα και βάζοντας μπροστά την μοτοσυκλέτα πήραν το δρόμο του γυρισμού. Όσο όμως απομακρύνονταν από το σπίτι τους κατάτρεχε η αίσθηση πως μετά από αυτή την βραδεία δεν ήταν πλέον αυτοί οι νυχτερινοί ταραξίες των αναμνήσεων του μυστήριου κοινοβίου. Αντιθέτως ένιωσαν καθαρά, υπό το φως της μέρας πως το σπίτι κατοικούσε μέσα τους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου