Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δοκίμιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δοκίμιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Τα ΜΜΕ ως “Αδελφοί Γκρίμ” του παρόντος: “Τζέκυλ - Χάιντ” κατηγορίες - Δελτία τύπου από το υπέρ-πέραν και προφητείες στον ελληνικό τύπο



Η αποτροπιαστική εικόνα της Ουγγαρέζας φωτορεπόρτερ, που βάζει τρικλοποδιά και κλωτσάει τους πρόσφυγες, ενώ αυτοί καταδιώκονται από την αστυνομία, στα σύνορα Ουγγαρίας-Σερβίας, έκανε για μέρες κύκλους στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.

Η αλήθεια είναι, ότι στην περίπτωση αυτή, η στάση των εγχώριων ΜΜΕ ήταν συντεταγμένη και το περιστατικό παρουσιάστηκε σαν όνειδος για την δημοσιογραφία. Μαθαίνουμε ότι η εν λόγω ρεπόρτερ τελικά απολύθηκε από το άκρο-δεξιό τηλεοπτικό δίκτυο για το οποίο εργαζόταν, αλλά αυτό το γεγονός απλά φανερώνει ότι τα κακώς κείμενα, οι αποκλείσεις και τα παραπτώματα της εξουσίας, (γιατί είναι μια θέση εξουσίας η θέση αυτού που καταγράφει σε σχέση με το υποκείμενο που καταγράφεται),καθώς και οι επιπτώσεις που τέτοιες ενέργειες φέρουν,  υπάρχουν μόνο στο βαθμό που καταγράφονται και αποκτούν τηλεοπτικό χαρακτήρα.

Επιπλέον παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρεπόρτερ τσαλαπάτησε την δεοντολογία του επαγγέλματος, υπηρετώντας παράλληλα πιστά και κατά οξύμωρο τρόπο, την γραμμή του μέσου για το οποίο εργαζόταν, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ακόμα και αν δεν υπάρχει μια είδηση, πρέπει να δημιουργηθεί αν αυτό εξυπηρετεί την στάση και την γραμμή ενός μέσου.

Μια διάχυτη δοξασία που προάγει την ταύτιση με την προώθηση στόχων, πέραν και υπεράνω της ακρίβειας και τελικά καταλήγει να συσκοτίζει και να διαστρέφει την αλήθεια. Η κοινωνική “πλαστική” που συντελείτε εδώ, όμως δεν αφορά μόνο στην επιλεκτικότητα, στην ανάδειξη ή συγκάλυψη ορισμένων θεμάτων εντός του τηλεοπτικού κάδρου, αλλά έχει να κάνει με την ίδια την ουσία της πληροφόρησης και των μεθόδων μέσω των οποίων αυτή αποκτά πολιτικό πρόσημο.

Κάτοπτρα ενός σχιζοειδούς συλλογικού θυμικού
Σε μια αίθουσα σύνταξης στην Αθήνα ο αρχισυντάκτης κατανόησε την σημαντικότητα της έννοιας του viral και σαν η είδηση να ήταν από μόνη της ουδέτερη την έβαλε να φαίνεται ψηλά στην ιστοσελίδα που διαχειριζόταν.


Υπό άλλες συνθήκες, μια είδηση σαν αυτή θα περνούσε στα ψιλά της σελίδας, καθότι το μέσο ακολουθούσε από επιταγή αλλά και πεποίθηση μια γραμμή που εντός αυτής, οι πρόσφυγες ήταν κατά βάση λαθρομετανάστες, με την εξαίρεση της περίπτωσης που κάποια βάρκα βυθιζόταν και υπήρχαν αντιδράσεις. Τότε για σύντομο διάστημα οι “λάθρο” μετατρέπονταν ξανά σε πρόσφυγες και κάνα δύο δακρύβρεχτα άρθρα γράφονταν για το θέμα.

Η αντιμετώπιση ενός σύνθετου και διεθνούς ζητήματος όπως αυτού της μετανάστευσης με όρους μιας ηθικά φορτισμένης διπολικότητας, βάση της οποίας μια κατηγορία ανθρώπων περιγράφεται σε μια εκδοχή της με μελανά χρώματα και ταυτόχρονα σε μια άλλη με θετικό πρόσημο, φανερώνει αφενός την πολιτική διαχείριση της σχετικής κατηγορίας και αφετέρου τον ρόλο που παίζουν αυτές οι κατηγορίες, σαν κάτοπτρα ενός σχιζοειδούς συλλογικού θυμικού απέναντι στους αδύναμους κρίκους του συστήματος.

Στροφή προς την εκούσια μερικότητα
Κύριο χαρακτηριστικό της δημοσιογραφίας στην εποχή του διαδικτύου είναι μια στροφή προς την εκούσια μερικότητα και τον γρήγορο εντυπωσιασμό που επιλέγεται εις βάρος της σφαιρικής ενημέρωσης και της ακρίβειας των στοιχείων που παρουσιάζονται. Ποιος αλήθεια στις μέρες μας αφιερώνει τον απαραίτητο χρόνο για να ξεκοκαλίσει εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ και αναλύσεις όταν ο μέσος χρόνος που αφιερώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι σε μια ανάρτηση στο διαδίκτυο δεν ξεπερνά τα λίγα δευτερόλεπτα.

Πολλές φορές η αξία του δημοσιογραφικού έργου μετριέται σε έναν “ελκυστικό” τίτλο και μια εντυπωσιακή φωτογραφία που θα προσελκύσει τους αναγνώστες. Είναι γιατί, η φύση των ηλεκτρονικών μέσων και η ταχύτητα με την οποία οι άνθρωποι κινούνται εντός αυτών σε συνδυασμό με τον πολλαπλασιασμό του όγκου της πληροφορίας και των καναλιών που την διοχετεύουν, έχει δημιουργήσει μια κατάσταση, στην οποία ακόμα και η πληροφορία αυτή καθαυτή, χάνει την βαρύτητα της εμπρός στην ανάγκη για ταχύτητα ροής και τα ποσοστά επισκεψιμότητας.

Η προχειρότητα της επικαιρότητας και οι ρυθμοί της είναι ο κύριος λόγος για τον “θάνατο” της τεκμηρίωσης, την χαλάρωση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας που οδηγεί σταδιακά στην απαλοιφή της διασταύρωσης και την μετατροπή των δημοσιογράφων σε συγγραφείς ρομάντζων, “μονταζιέρες” και “παπαγάλους”.

Παραπέτασμα“αιθάλης” και ανακρίβειας

Τα ΜΜΕ βέβαια έχουν πλήρη γνώση της κατάστασης και την εκμεταλλεύονται κατά το δοκούν. Πολλές φορές, εν γνώση τους, αναπαράγουν ψευδείς ή ανακριβείς ειδήσεις, με το πρόσχημα ότι είναι μια πρακτική που ακολουθείται από όλους και κατά κάποιο τρόπο, έτσι συμβάλουν στην δημιουργία ενός αδιάσπαστου παραπετάσματος “αιθάλης” και ανακρίβειας, που απουσία εναλλακτικών μέσων και φωνών, ανάγεται στην μια και μοναδική πραγματικότητα.

Σε αυτό το παράλληλο ειδησεογραφικό σύμπαν, όπως και στην περίπτωση των δημοσιογραφικών κατηγοριών “Τζέκυλ και Χάιντ”, φανερώνεται ο πραγματικός ρόλος των Μ.Μ.Ε, που παραδόξως δεν είναι η ενημέρωση του κοινού.

Στην εποχή της ηλεκτρονικής πληροφόρησης οι δημοσιογράφοι αποκτούν ένα ρόλο αφηγητή των σύγχρονων πολιτικών ρομάτζων, ένα είδος ντελάληδων που διατυμπανίζουν την αλήθεια του ενός και μοναδικού θεού-εκδότη και των πολιτικών συμφερόντων που αυτός πρεσβεύει. Για να πετύχουν το σκοπό της θέσπισης της πραγματικότητας της αρεσκείας τους επικαλούνται το κοινό συναίσθημα και όχι την κοινή λογική και έτσι μετατρέπονται σε τερατολόγους-τερατολάγνους θηριοδαμαστές της κοινής γνώμης.

Δελτία τύπου από το υπερπέραν

Δεν είναι όμως αποκλειστικά δική τους η ευθύνη για αυτή την παραμόρφωση. Υπάρχει ένα γνωμικό που λέει ότι ο δημόσιος λόγος δεν είναι τίποτα άλλο από έναν καθρέπτη του δημόσιου βίου που εμφανίζει κάθε φορά την εικόνα που η κοινωνία αρέσκεται να βλέπει, ή να προβάλει για τον εαυτό της. Με τον ίδιο τρόπο που τα παραμυθία των Αδελφών Γκρίμ αποτύπωναν το συλλογικό φαντασιακό των μεσαιωνικών κοινωνιών της Ευρώπης, έτσι και τα δημοσιογραφικά αφηγήματα εκπορεύονται ενώ ταυτόχρονα “οργώνουν” το έδαφος πάνω στο οποίο εδράζει η αυτο - εικόνα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.


Στην Ελλάδα του 2015, αυτή η μυθοπλαστική διάσταση της ενημέρωσης φαίνεται να βολεύει μερίδα του αναγνωστικού κοινού, που δείχνει να προτιμά τα ευχάριστα μυθεύματα και τις προκάτ σχέσεις αίτιου και αιτιατού που παράγει η δημοσιογραφική γραφίδα από την σκληρή και δυσεύρετη, αποστασιοποιημένη διερεύνηση των γεγονότων.

Μεσαιωνικές προφητείες ορθόδοξων αγίων που ξεθάβονται καθημερινά από μερίδα του τύπου, αναγιγνώσκονται σαν να ήταν δελτία τύπου από το υπερπέραν ενώ η γεωπολιτική αναλύεται με όρους κουτσομπολιού, θυμικού και καπρίτσιου κάποιων ηγετών που εμφανίζονται υπό τον μανδύα του υπέρ-ανθρώπου, άλλοτε σαν σωτήρες και άλλοτε σαν καταστροφείς.

Μια από κοινού αποδεκτή συμφωνία φαίνεται να έχει σιωπηλά θεσπιστεί, ανάμεσα στους πομπούς και τους δέκτες ότι ψέμα και αλήθεια δεν διαφέρουν στον πορνογραφικό κόσμο της φαντασίωσης. Μια κυνική παραδοχή ότι όλα είναι θεμιτά από την στιγμή που διέπονται από κανόνες προσφοράς και ζήτησης και αν ο κόσμος προτιμά τα παραμύθια, γιατί οι κακοπληρωμένοι κονδυλοφόροι να του χαλάσουν το χατήρι;









Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Το μυστήριο της μετά-οικονομίας



Μυστίριον, αρχαιοελληνική λέξη που υποδηλώνει απόκρυφα θρησκευτικά, κατά κόρον δόγματα, γνώσεις και πρακτικές που μεταδίδονται μόνο σε ομάδες εκλεκτών ατόμων δια της αποκαλύψεως. 

Τα μυστήρια του σύγχρονου κόσμου δεν εκτυλίσσονται σε σκοτεινά ερημικά αλσύλλια και απρόσιτες σπηλιές, αλλά αρθρώνουν την μυστική τους γλώσσα μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Δεν περιγράφουν θεούς και δαίμονες με την ποιητική γλώσσα της τελετουργίας, αλλά δυνάμεις εξίσου μη υλικές και ταυτόχρονα παντοδύναμες. Αυτός είναι ο μυστηριώδης κόσμος της μετά-οικονομίας.

Ο ερμητικός χαρακτήρας της γνώσης που διαφυλάσσει το μυστήριο, σχετίζεται με τις ιδιότητες αυτής της γνώσης και την καταλυτικότητα  που φέρει μια συγκεκριμένη μορφή πληροφορίας για το σύνολο της δομής του ανθρώπινου κόσμου. Μια μορφή πληροφορίας που ισοδυναμεί με το βάρος και την δύναμη όλων των όπλων και των στρατών στον παντοτινό στίβο που μαίνεται η μάχη με διακύβευμα την διαμόρφωση της συλλογικής φαντασίας, της «ψυχής» του γένους των ανθρώπων. 
 Τα ερωτήματα 
Σε κάθε εποχή «οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ» επιχείρησαν να δώσουν απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα της  ζωής και του θανάτου, της έλευσης και της προέλευσης, του αίτιου και του αιτιατού,  ακολουθώντας ποικίλους δρόμους και θέτοντας διαφορετικά ερωτήματα. 

Τα ερωτήματα διαμόρφωσαν ιστορικά και τις απαντήσεις που σχηματίζουν το περίγραμμα της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα στην οποία ζούμε ορίζεται από τις δικές της ερωτηματικές θέσεις και τις απαντήσεις που σαν αόρατα όρια του κόσμου μας τοποθετούνται εντός της σφαίρας των ιδιότυπων σύγχρονων μυστηρίων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός σύγχρονου μυστηριακού θεάτρου αποτελεί ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος της οικονομίας. Η αυλαία αυτού του πλανητικού δράματος αποτραβιέται για να φανερώσει, ή να αποκρύψει την  άυλη δραστηριότητα του νομίσματος και των προϊόντων του. Το μη υλικό κεφάλαιο, το λεγόμενο πλαστικό χρήμα, τα ψηφία που εμφανίζονται σε οθόνες που αντιστοιχούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς.  Είναι αυτό τo αόρατο «εργοτάξιο», που μετουσιώνεται στο ρευστό χρήμα, ένα στοιχείο που με τρόπο συναφή του θείου, υφίσταται κυρίως ως συνέπεια στον υλικό κόσμο των καθημερινών ανθρώπων. 
Μερικούς αιώνες πριν οι κοινωνικοί επιστήμονες όριζαν την οικονομία σαν τις πρακτικές που επιλέγει μια κοινωνία προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες που απαιτούνται για την υλική της αναπαραγωγή. Στο παρόν όμως η οικονομική δραστηριότητα έχει σε μεγάλο βαθμό αυτονομηθεί από την έννοια της κοινωνίας με αποτέλεσμα να μιλάμε για «αγορές» και τάσεις της οικονομίας σαν κάτι πέραν της επιρροής και κατανόησης του μέσου άνθρωπου.

 Η  πρόσφατη οικονομική κατάρρευση
 Η  πρόσφατη οικονομική κατάρρευση (εσκεμμένη ή μη) των χρηματοπιστωτικών αγορών, αυτής της μυστηριακής σφαίρας οικονομικής δραστηριότητας που είναι το κατεξοχήν πεδίο της  μετά-οικονομίας, καθώς αφορά στην εμπορία και διαχείριση του χρήματος, στην καλλιέργεια του μη χειροπιαστού, μας αποκαλύπτει το πώς η μυστική γνώση της γλώσσας και συμπεριφοράς αυτού του κόσμου καθορίζει την μοίρα του συνόλου της κοινωνίας. 

Στον βαθμό μάλιστα που η οικονομία παίρνει την μορφή του παγκοσμιοποιημένου και ενοποιημένου συστήματος, αυτό αφαιρεί εντελώς την δυνατότητα των κοινωνιών για αυτοδιάθεση, καθώς η πολιτική με την μορφή που έχει σήμερα, δεν μπορεί να επηρεάσει με κανένα ουσιαστικό τρόπο την συμπεριφορά  των αγορών.

 Ιεαρατία και μύστες
  Βέβαια, όπως στον αρχαίο κόσμο έτσι και στον σύγχρονο η ύπαρξη μυστηρίων προϋποθέτει και την ύπαρξη των μυστών, του ιερατείου που διαφυλάσσει τον ερμητικό χαρακτήρα της γνώσης και δρέπει τους καρπούς αυτού του ρόλου αποκτώντας επιδραστικότητα και επιρροή στις γήινες υποθέσεις. Τον ρόλο αυτό υποδύονται οι απανταχού γνώστες αυτής της γλώσσας. 

Οικονομολόγοι,  υψηλόβαθμα στελέχη πολυεθνικών εταιριών , αναλυτές της χρηματιστηριακής αγοράς, στελέχη και μέτοχοι τραπεζικών ιδρυμάτων  και πάει λέγοντας, μια κάστα σύγχρονων ιεροφαντών τελούν τις τελετουργίες και μεταλαμπαδεύουν στους νέους εκλεκτούς τα μυστικά της παντοδυναμίας των θεών τους. 

Τα μυστικά αυτά είναι εντελώς απρόσιτα στον μέσο άνθρωπο και απευθύνονται αποκλειστικά σε αυτούς που μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στους σύγχρονους ναούς της γνώσης. Τα πανεπιστήμια που εξειδικεύονται σε αυτές τις μορφές γνώσης δέχονται ως φοιτητές μόνο την αφρόκρεμα των υποψηφίων και το οικονομικό αντίτιμο της φοίτησης σε αυτά είναι συνήθως αποτρεπτικό για τους κοινούς ανθρώπους.
  Τα  όρια του εφικτού
 Αυτή η μορφή γνώσης δεν περιγράφει μόνο την οντότητα της μετά-οικονομίας, αλλά με τρόπο ανάλογο της θρησκείας περιχαρακώνει τα  όρια του εφικτού.  Ως δόγμα φέρει την δική του εσωτερική λογική,  τελεολογική άποψη, και στο βαθμό που αποζητά την ολοκληρωτική επικράτηση, συνοδεύεται από ταμπού και ανάθεμα. 

Ακούμε συχνά τους πολιτικούς μας να μιλάνε για τον ένα ή τον άλλο οικονομικό όρο και να του προσδίδουν ιδιότητες καταστροφικές ή σωτήριες ανάλογα με την περίπτωση.  Λόγου χάρη, η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρουσιάζεται ως πανάκεια, χαράς ευαγγέλιο, και η μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών, ή ο τεχνικός όρος της χρεοκοπίας, ως απειλή ανάλογη με αυτή που χρησιμοποιούσε ο Μωυσής για να αποτρέψει τους συμπατριώτες του από την λατρεία των ειδώλων. 

Η μη ορθολογική (μη λογιστική) διαχείριση των πόρων παρουσιάζεται σαν το απόλυτο ταμπού και ακόμα και αυτή η ανθρώπινη ατομικότητα, ορίζεται λογιστικά με την ονομασία ανθρώπινο κεφάλαιο.

 Η οικονομική αφήγηση 
Η οικονομική γλώσσα, με την διάχυση της σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας καταφέρνει όχι απλά να περιγράφει τις συντεταγμένες της υλικής ύπαρξης και δραστηριότητας των ανθρώπων,  αλλά ταυτόχρονα να ορίζει τους θεμελιώδεις άξονες του συλλογικού φαντασιακού της κοινωνίας. 

Σε οποιοδήποτε από τα μεγάλα αντιμαχόμενα στρατόπεδα και αν ανήκει κάποιος, δηλαδή στην φιλελεύθερη οικονομική παράδοση ή σε αυτή την σχολή οικονομικής σκέψης που απορρέει από το έργο του Karl Marx δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από το κυρίαρχο δόγμα της οικονομίας. Ακόμα και οι λαϊκές παροιμίες μας σχηματίζονται εντός αυτής της βασικής πεποίθησης. «Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει" διατείνεται το λαϊκό γνωμικό, υποδηλώνοντας ξεκάθαρα ότι η οικονομία ηγείται όλων των υπολοίπων ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Η οικονομική αφήγηση όμως δεν ήταν πάντα η κυρίαρχη εξήγηση. Κάποτε αναγνωρίζονταν το αδιάσπαστο της ανθρώπινης παρουσίας στον κόσμο και η οικονομική σφαίρα δραστηριότητας ήταν απλά μια από τις σφαίρες που απαρτίζουν το οικοδόμημα της κοινωνίας.

 Οικονομίες του δώρου
 Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα ο ορθολογικός χαρακτήρας της οικονομικής διαχείρισης ανατρέπονταν προς όφελος άλλων εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι λεγόμενες «οικονομίες του δώρου», όπου το κοινωνικό προφίλ των ανθρώπων ορίζεται με όρους κοινωνικών συμμαχιών και συσχετισμών με βάση το χαρακτηριστικό της αμοιβαιότητας και της συγγένειας. 

Υπάρχουν κοινωνίες που η υλική συσσώρευση δεν αποτελεί πλεονέκτημα, καθώς επιβαρύνει τον νομαδικό τρόπο ζωής που επιβάλει το περιβάλλον τους. Η οικονομική δραστηριότητα υπάρχει φυσικά και σε αυτές τις κοινωνίες, αλλά δεν κατέχει ηγεμονική θέση στον δημόσιο λόγο και πόσο μάλλον, δεν  ίπταται σε ένα πεδίο πέραν των υπόλοιπων δραστηριοτήτων. Σε κάθε περίπτωση σε αυτές τις κοινωνίες η οικονομία δεν κατέχει τον μυστηριακό χαρακτήρα που της αποδίδει η δική μας κοινωνία. 

Οντολογική γνώση
Για να συνειδητοποιήσουμε αυτό τον μυστηριακό χαρακτήρα αρκεί να θέσουμε μια σειρά από ερωτήσεις. Κατανοούμε εμείς οι μη εκλεκτοί τους μηχανισμούς της παγκόσμιας αγοράς;  Κατανοούμε τα αίτια της οικονομικής κρίσης; Υπάρχουν ομάδες εκλεκτών που ισχυρίζονται ότι κατανοούν τί συμβαίνει και βάσει αυτής της γνώσης αξιώνουν ηγεμονικές θέσεις στις κοινωνίες μας; Έχουμε αλήθεια πρόσβαση εμείς οι κοινοί θνητοί σε αυτή την γνώση; Αν αναλογιστούμε τις απαντήσεις θα διαπιστώσουμε ότι η μετά-οικονομία έχει πάρει, στην εποχή μας, ένα ρόλο ανάλογο με αυτό της θρησκείας. Όπως και η θρησκεία διατείνεται ότι κατέχει την αλήθεια της φύσης και της ύπαρξης, ορίζοντας την δική της μυστική οντολογία.
Η οντολογική γνώση, γνώση δηλαδή του όντος, της ύπαρξης, αφορά στην ολική ποιότητα των πραγμάτων, στο απόσταγμα της σκέψης που ονομάζουμε νόημα. Τον καρπό της νόησης και τον απώτερο αυτό-σκοπό που οδηγεί τα νοήμονα όντα στην αναμόχλευση της απλής φαινομενικότητας του κόσμου, προς την αποκάλυψη της «μεγάλης εικόνας». 

Μιλάμε λοιπόν για μια μορφή γνώσης, που έχει την δύναμη να ορίζει τον κόσμο με τρόπο ολοκληρωτικό. Είναι όμως στα αλήθεια, ο κόσμος της μετά-οικονομίας  αυτή η λεγόμενη «μεγάλη εικόνα», ή μήπως οι ερωτήσεις που θέτουμε διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό και το οπτικό μας πεδίο;

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Βία όπως λέμε άνθρωπος




Παρά τις καλόπιστες διακηρύξεις του ουμανισμού ο ανθρώπινος βίος φαίνεται να είναι συνυφασμένος με την βία.

Το ανθρώπινο σώμα μοιάζει να συντηρείται και να αναπτύσσεται από τη βία δεδομένου ότι η εργασία και η σωματική άσκηση είναι κατά κάποιο τρόπο, ένας  εθελούσιος καθημερινός τραυματισμός.

Με βία κατέρρευσε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η βία, όσο αποκρουστική και αν φαντάζει, ήταν η τελευταία λύση των νομάδων προγόνων μας απέναντι στο πεινασμένο σαρκοβόρο αιλουροειδές.

Ο Αλέξανδρος βίαια απεμπλάκη από το αίνιγμα του γόρδιου δεσμού και ο χριστιανισμός εδραιώθηκε πάνω στα πτώματα του ιερατείου της αρχαίας θρησκείας. Ο Μαρά και ο Ροβεσπιέρος δεν ήταν χορτοφάγοι, το ίδιο μάλλον και οι επαναστατημένοι Κινέζοι  χωρικοί της εξέγερσης των μπόξερ. Ο Δ. Σολωμός έγραφε τον εθνικό ύμνο στο απάγκιο τον Επτανήσων ακούγοντας το γλυκό, στα αυτιά του, τραγούδι των κανονιών, στην απέναντι ακτή και η κόψη του σπαθιού η τρομερή δεν φτιάχτηκε για να κόβουμε μπακλαβά και μόνο

Στον σύγχρονο αστικό πολιτισμό η βία εμφανίζεται κάτω από πολλούς μανδύες και είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας μας. 

Αρκεί να ανοίξει κανείς την τηλεόραση ή να κάνει μια επίσκεψη σε ένα οποιοδήποτε κινηματογράφο για να διαπιστώσει ότι η κύρια θεματολογία του συντριπτικού ποσοστού των προβαλλόμενων ταινιών σχετίζεται με την βία και το σεξ. Η βία είναι η μαμή της ιστορίας, είχε πει κάποτε ένας γενειοφόρος κύριος και, η πραγματικότητα ακλόνητα επιβεβαιώνει αυτό το απόφθεγμα.

Τι θα ήταν άραγε ο άνθρωπος χωρίς την επιλογή αυτής της ύστερης καταφυγής; μήπως αμοιβάδα, ή μήπως γυμνοσάλιαγκας που μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε σχήμα και στην χωρητικότητα του εκάστοτε χώρου που οι συνθήκες των εγκλωβίζουν;

Είναι προτιμότερο να μην συζητηθεί στο παρών κείμενο το εύρος και η εφευρετικότητα  των μορφών βίας που ασκούνται από το κράτος και τους θώκους του οικονομικού και πολιτικού συστήματος προς την πλειοψηφία των πολιτών.

Αυτή η βία είναι άλλωστε πλέον αισθητή στους περισσότερους. Αυτό που έχει νόημα να εξεταστεί είναι το γιατί ανοίγει ξαφνικά αυτή η συζήτηση στην παρούσα φάση και ενώπιον μιας γιγάντωσης της βίας από την πλευρά των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και των οικονομικών του εταίρων που επενδύουν και στηρίζουν την παρούσα πολιτική παραμόρφωση.

Το ελληνικό κράτος και κεφάλαιο συμπεριλαμβανομένου του κάθε παρατρεχάμενου εκδότη και καναλάρχη, απέκτησε ξαφνικά ευαισθησίες και μέμφεται την βία από όπου και αν προέρχεται;

Ή μήπως απλά οι προαναφερθέντες συσχετισμοί και μηχανισμοί διαισθάνονται ότι από στιγμή σε στιγμή , η αχλάδα θα κραδαίνει την ουρά της και η βία θα προκύψει ως η μόνη λογική και φυσιολογική αντίδραση των ανθρώπων που βιάζονται καθημερινά και με χίλιους δύο τρόπους.

Άρα λοιπόν οι εκ των άνω αναθεματισμοί της βίας είναι τουλάχιστον υποκριτικοί και στην ουσία, καλύπτουν πίσω από  ισχνό παραπέτασμα τους μεγαλύτερους φόβους των κραταιών δυνάμεων σχετικά με τις επικείμενες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Δυστυχώς όμως για αυτούς το νερό που φεύγει από την κήτη του ποταμού δεν αναχαιτίζεται ούτε με αναθεματισμούς, ούτε με πληρωμένες αναλύσεις της κακιάς ώρας, ούτε καν με φράγματα από σκυρόδερμα και σώματα κακό-πληρωμένων ένστολων.

Το νερό βρίσκει πέρασμα και η βία αναχαιτίζεται μόνο όταν εκλείψουν οι παράγοντες που την γεννούν. 

Προς το παρών αυτοί που εκστομίζουν πύρινους λόγους εκ του άμβωνος ενάντια στην βία, σε αντίθεση με τους περισσότερους από εμάς, δεν νιώθουν τίποτα να βιάζει και να εκβιάζει τις ζωές και τις επιλογές τους, εκτός ίσως από την δική μας οδύνη και την σάρκωση της στην βία, την δική τους νέμεση.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Η ευγενής τέχνη του ψαρέματος



Είναι πάγια τακτική των σύγχρονων ποιητών να βαφτίζουν τα ποιήματα τους με τίτλους που δεν σχετίζονται άμεσα με το εννοιολογικό περιεχόμενο του κειμένου, αν και όπου βέβαια, απαντάται αυτό σαν ενότητα. Σε πολλές περιπτώσεις ο τίτλος ενός κειμένου προδιαθέτει τον αναγνώστη, ως οδηγός, για την συνέχεια της αφήγησης, άλλες βέβαια φορές λειτουργεί σαν σημάδι αποπροσανατολισμού, καθώς και το κυρίως κείμενο στηρίζεται στην τεχνίτη ασάφεια.
Τι το ευγενές χαρακτηρίζει την τέχνη του ψαρέματος ;
Στο βαθμό που μια δραστηριότητα επαναληπτική, ενσωματώνει την συλλογική εμπειρία υποκειμένων, ομάδων και πολιτισμικών χώρων, μετατρέπεται σε τεχνική, (και άρα διδάξιμη επενέργεια), τότε αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας μεθόδικής και συστηματικής προσπάθειας για την ανέυρεση απαντίσεων σε βασικά ερωτήματα. Ερωτήσεις που απευθύνουν προς το  φυσικό και φαντασιακό περιβάλλον ευφυή δείγματα του  ανθρωπίνου γένους και εν συνεχεία, όποια απαντήματα επιχειρούνται σε ατομικό επίπεδο, κωδικοποιούνται σαν κοινές παραδοχές και γνώσεις  ενσωματωμένες στην πρακτική. Αυτή η διδαξιμότητα της ατομικής εμπειρίας  επαρκεί , για να αποδώσει κανείς,  τον τίτλο της τεχνικής σε μια δραστηριότητα.
            Η διεργασία που είναι το αποτέλεσμα μακροσκοπικών δραστηριοτήτων, είναι το πεδίο που η ατομική καινοτομία και ορμήνια της τεχνικής μπορεί να δημιουργήσει  αυτό που αποκαλούμε τέχνη. Κάθε μορφή τέχνης αντανακλά μια διεργασία που ξεκινά από μια απορία, ενεργή ως ερώτημα. Η ατομική τριβή με την διεργασία και η υποκειμενική  ερμηνεία παράγει πολλές φορές νέα μορφή γνώσης και καινοτομία προς την κατεύθυνση των αρχικών ερωτημάτων.
Το ευγενές χαρακτηριστικό της τέχνης αφορά στο ότι η επίτευξη της απαιτεί συστηματική και χρονοβόρα δραστηριότητα και ταυτόχρονα δεν περιορίζεται στην ατομική και ιδιωτική χρίση. Ακόμα και αν αρχικά δεν προορίζεται προς τέρψη του κοινωνικού συνόλου σταδιακά αποκτά κοινωνικό χαρακτήρα και αποσπάται από τον αρχικό δημιουργό. Ενσωματώνεται ως κοινή παραδοχή στο συλλογικό φαντασιακό και φυσικό κόσμο. Η τέχνη δεν χρειάζεται να αντιπροσωπεύεται από συμβολικά αντικείμενα, ή μάλλον καλύτερα δεν χρειάζεται να υπάρχει  καν στον φυσικό κόσμο, παρά μόνο ως αποτέλεσμα.  Αρκεί να γλιστρά μέσα στην γλώσσα  και την μνήμη του σώματος.
Ένα ισχυρό επιχείρημα προς αυτή την θεώρηση μας παρέχει η παμπάλαια τέχνη της αφήγησης παραμυθιών και ιστοριών. Πέραν του προσωπικού ταλέντου και της εκφραστικότητας του κάθε κοινωνού αυτής της τέχνης, σημασία υπάρχει κυρίως στο περιεχόμενο της αφήγησης, που είναι προφορική και άρα μη υλικής μορφής. Η διεργασία δια μέσου της οποίας μορφοποιείτε ένα παραμύθι κατέχει τα χαρακτηριστικά που ορίσθηκαν παραπάνω σαν απαραίτητα για την δημιουργία του αντικειμένου, ή του αποτελέσματος της τέχνης.

Πίσω από κάθε ερώτημα ενυπάρχει κάποια ανάγκη
Αποτελεί παράδοξο το να ερωτάς χωρίς να θέλεις να λάβεις απάντηση για ένα ζήτημα. Στην περίπτωση της λεγόμενης ρητορικής ερώτησης, ειρωνικής ερωτήσεως, εμπαιγμού και πάει λέγοντας, η πρόθεση είναι διαφορετική και το ζήτημα της ερώτησης επίσης. Η ερώτηση αποτελεί απόρροια οραματισμού και νέων συνδέσμων, οδών και συνάψεων, αντιστοιχήσεων και παραλληλισμών.
 Η απορία όμως έχει την βάση της στην έλλειψη κάποιου δεδομένου. Η έλλειψη, που καθίσταται αντιληπτή δημιουργεί την ανάγκη.
Πίσω από την τέχνη υπάρχει ανάγκη
Η ιδιοσυγκρασία συνδυασμένη μα την τεχνική κατάρτιση  μπορεί να επιτελέσει την τέχνη . Πέραν αυτού του συνδυασμού, δύο άλλοι  βασικοί παράγοντες είναι η  τύχη και η έμπνευση. Η καινοτομία δεν είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό της τέχνης αλλά η ιδιοσυγκρασία δεν μπορεί παρά να είναι, εναλλακτικά θα λέγαμε ότι τέχνη παράγει και ένα φωτοτυπικό μηχάνημα. Βέβαια αν αυτό είναι αλήθεια ιδιοσυγκρασιακό μπορεί να δημιουργήσει μια πολύ συγκεκριμένη μορφή τέχνης. Την τέχνη του χάους και του νόμου των πιθανοτήτων. Σε κάθε περίπτωση η ιδιοσυγκρασία δημιουργεί την ανάγκη, λόγω της έλλειψης ομοιομορφίας και συμβατικότητας, για ανασχηματισμό του περιβάλλοντος ως προς τις  ανάγκες του υποκειμένου και όχι το αντίστροφο. Η τροποποίηση γίνεται αντιληπτή κάποια στιγμή και από τους υπόλοιπους και είτε απορρίπτεται είτε υιοθετείται.
 Για αυτά και για αυτά το ψάρεμα είναι  τέχνη.



Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Οι τουρίστες που δεν περιμέναμε



Κείμενο που γράφτηκε την περίοδο που η Ελλάδα θεωρούσε εαυτό μέλος του club των ισχυρών.




Ένα ταξίδι μπορεί να παρομοιαστεί με ένα ανοιχτό παράθυρο, που αφήνει τον ταξιδιώτη να έχει μια στιγμιαία αλλά καταλυτική εικόνα, σε ένα σύμπαν διαφορετικό από το οικείο και καθημερινό.  Η πρόθεση της αφετηρίας ενός ταξιδιού είναι βέβαια σημαντική αλλά σε κάθε περίπτωση είναι τέτοια η δύναμη των εντυπώσεων που μπορεί να αποκομίσει κάποιος από την έκθεση του σε μια άλλη πραγματικότητα (όσο μερική και αποσπασματική και αν είναι αυτή) που ως εμπειρία μπορεί να φωτίσει  με ένα άλλο φώς τα δεδομένα της γνώριμης πραγματικότητας. Ο ταξιδιώτης κοιτά έξω από το παράθυρο και αντικρίζει ένα κόσμο που τα πάντα αντανακλούν τις δικές του προβολές και προσδοκίες. Ο απόηχος αυτής της εμπειρίας όπως και αν αποτυπώνεται, προβάλετε και διαμεσολαβείτε δεν αντιστοιχεί στην ουσία της εμπειρίας.  Οι εικόνες των καρτ-ποστάλ αδυνατούν να μεταφέρουν την ''μεγαλύτερη εικόνα'', οι οθόνες των τηλεοράσεων, υπολογιστών κτλ, μόνο ως θολή αντανάκλαση μπορούν να σταθούν δίπλα στην ολοκληρωτική εμπειρία του να 'είσαι εκεί.
            Βέβαια δεν είναι όλα τα ταξίδια ίδια, ούτε όλοι οι ταξιδιώτες. Για παράδειγμα εκείνος ο αρχαίος πολυμήχανος Θειακιός ο Οδυσσέας που έκανε ίσως το ποιό διάσημο και περιπετειώδες ταξίδι στην ανθρώπινη ιστορία, δεν έκανε ακριβώς αυτό που σήμερα αποκαλούμε τουρισμό. Το ίδιο ισχύει και για τον πολυταξιδεμένο ιστορικό Ηρόδοτο που είχε αλωνίσει μεγάλο μέρος του γνωστού τότε κόσμου. Στον αντίποδα αυτών τον δύο περιπτώσεων έχουμε τον άλλο διάσημο αρχαίο Έλληνα, τον μεγάλο Αλέξανδρο, που ταξίδεψε ως την Ινδία… μαζί βέβαια με όλο του το στράτευμα. Ο Αλέξανδρος σίγουρα δεν ήταν τουρίστας και ούτε μπορεί μάλλον κάποιος να αποκαλέσει την εκστρατεία του ταξιδάκι για δουλειές. Το ταξίδι σε αυτή την περίπτωση μοιάζει με ένα παιχνίδι με καθρέφτες, μια αναζήτηση γνώσης, μια επέκταση, όπου το φαντασιακό μπλέκεται με τον αμείλικτο ρεαλισμό των οικονομικών και πολιτικών εξισώσεων.
            Το ταξίδι αναψυχής είναι ένα υπό-φαινόμενο της μοντέρνας εποχής. Τα μεγάλα ταξίδια των ανακαλύψεων των προηγούμενων αιώνων, η βιομηχανική επανάσταση, η αποικιοκρατία είναι προπομποί των τουριστικών ταξιδιών, καθώς διαμόρφωσαν τη δυνατότητα και το περιβάλλον για τη συρρίκνωση των γεωγραφικών και πολιτικών ορίων του πλανήτη. Το ταξίδι που έχει ως αφετηρία την αναψυχή, συνήθως, χαρακτηρίζεται από μια ανάγκη απόδρασης και ανάπαυλας από τις ρουτίνες του οικείου. Είναι μια απόδραση από την καθημερινότητα προς ένα κόσμο εξωτικό. Η αντίληψη αυτή δεν προκύπτει αυθόρμητα στους επίδοξους φυγάδες του τουρισμού αλλά διαμορφώνεται και καλλιεργείτε μέσα από αναπαραστάσεις αυτού του ‘εξωτικού’ κόσμου.
Αυτές οι λεγόμενες αναπαραστάσεις συνίστανται σε ένα ιστορικά διαμορφωμένο ‘λόγο’ περί μακρινών τόπων και πολιτισμών, όπως αυτός προκύπτει στην λογοτεχνία, την κινηματογραφία και γενικότερα στον τρόπο αφήγησης και εξιστόρησης των ταξιδιωτικών εμπειριών. Οι πρώιμες εμπειρίες τέτοιων επαφών με ‘εξωτικές’ χώρες, όπως έγιναν αντιληπτές μέσα από τα διόπτρα ευρωπαίων εμπόρων, κατακτητών, ταξιδιωτών και αποικιοκρατών, μεταδόθηκαν σε ένα αναγνωστικό κοινό διψασμένο για ρομαντικές περιπέτειες, διαμορφώνοντας καταλυτικά την νοοτροπία και την στάση των επόμενων γενεών ταξιδιωτών προς αυτές τις περιοχές. Αυτή η απόδοση του ‘ξένου’ ήταν όμως πάντοτε μερική, πάντοτε προκατειλημμένη από τη διαφορά δυναμικού ανάμεσα σε αυτούς που κατέγραφαν μια πραγματικότητα και σε αυτούς που ήταν το αντικείμενο αυτής της αφήγησης. Μέσα σε αυτές τις ρομαντικές εξιστορήσεις βλέπουμε συχνά άλλους τόπους και πολιτισμούς να παρουσιάζονται υπό το πρίσμα ενός συγκαλυμμένου ιδεολογικού δυισμού. Από τη μία αυτοί οι πρώιμοι αφηγητές εξυμνούσαν το φυσικό κάλος και την αγνότητα του πολιτισμού άλλων κοινωνιών (μια αγνότητα που πολλές φορές παρουσιάζεται ως υπό-πρωιών της άγνοιας) και από την άλλη επιβεβαίωναν την πολιτισμική και πολιτική ανωτερότητα και κυριαρχία του δυτικού τρόπου σκέψης και τρόπου ζωής. Μέσα από αυτό το συνονθύλευμα αντιλήψεων διαμορφώθηκαν οι συνθήκες που σήμερα ορίζουν φαντασιακά ολόκληρα τμήματα του πλανήτη ως τόπους απόδρασης και αναψυχής για προνομιούχους τουρίστες.
            Στη σύγχρονη εποχή, το ταξίδι αναψυχής ήταν αρχικά το προνόμιο των πολιτών εύρωστων οικονομικά χορών. Σταδιακά και με την διάδοση των μέσων πληροφόρησης (δορυφορική τηλεόραση, διεθνές ραδιόφωνο, ηλεκτρονικός τύπος κτλ) οι κάτοικοι μακρινών γεωγραφικών και πολιτισμικών περιοχών του πλανήτη άρχισαν να κατακλύζονται από ένα δελεαστικό βομβαρδισμό εικόνων και ωραιοποιημένων προβολών του τρόπου ζωής των δυτικών κοινωνιών. Οι εκπρόσωποι των οικονομικών ελίτ των περιοχών αυτών ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να παραθερίζουν και να στέλνουν τους γόνους τους για σπουδές στα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του δυτικού κόσμου. Για παράδειγμα στην Ελλάδα της δεκαετίας του εβδομήντα συναντάμε τη στερεοτυπική εικόνα του άραβα Κρίσου που διαμένει στο Hilton, μετακινητέ με λιμουζίνα και επιδεικνύει τον πλούτο του μοιράζοντας Rolex ρολόγια και δολάρια στο προσωπικό.
 Με τη σειρά τους οι απλοί πολίτες αυτών των χορών, με τρόπο ανάλογο με αυτό των ευκατάστατων τουριστών της δύσης, άρχισαν να οραματίζονται τον δυτικό κόσμο σαν ένα επίγειο παράδεισο, ένα τόπο γεμάτο ευκαιρίες, όπου μπορούν να αποδράσουν από τα δικά τους αδιέξοδα.
Είναι υπό μία ένια φυσικό, ο τρόπος ζωής των ευκατάστατων τάξεων να αποτελεί πρότυπο προς μίμηση και για τις φτωχότερες κοινωνικές τάξεις. Στη χώρα μας έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, αρκεί μόνο να αναλογιστεί κάποιος το πως μέσα σε μια τριακονταετία τα χειμερινά κέντρα αναψυχής και τα χιονοδρομικά κέντρα έπαψαν να είναι μόνο τόπος εποχιακής απόδρασης των κοινωνικών κύκλων του Κολωνακίου, αρκεί κάποιος να επισκεφθεί μια αντιπροσωπία πολυτελών αυτοκινήτων για να διαπιστώσει ότι υπάρχουν χιλιάδες όχι και τόσο ευκατάστατοι συμπολίτες μας, που για χάρη του κοινωνικού γοήτρου και του μιμητισμού, προβαίνουν σε αγορές συμβολικού κοινωνικού κεφαλαίου (ακριβό αυτοκίνητο) που συχνά πυκνά δεν μπορούν κα καλύψουν οικονομικά.
Δεν είναι όμως μόνο ‘φαντασιακοί’ λόγοι που ωθούν το πολύχρωμο πλήθος των ταξιδιωτών, από τις μέχρι πρότινος εξωτικές περιοχές του πλανήτη, προς μια εκούσια ή ακούσια μετακίνηση προς τις χώρες του αποκαλούμενου ανεπτυγμένου κόσμου. Σήμερα αυτοί οι ταξιδιώτες αποκαλούνται μετανάστες γιατί σε αντίθεση με τους τουρίστες αποζητούν μια μόνιμη απόδραση από τον τόπο διαμονής τους. Οι  λόγοι που τους ωθούν στην φυγή διαφέρουν, αλλά όλοι αποζητούν μια ανάπαυλα και μια ευκαιρία για αναγέννηση, με τον ίδιο τρόπο που οι δυτικοί τουρίστες μπορεί να οραματίζονται ρομαντικά τις διακοπές τους σαν ένα είδος ευκαιρίας για να ‘πάρουν μια ανάσα’ να  αναθεωρήσουν και να αναπροσδιορίσουν τη θέση τους στην πραγματικότητα. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο κατηγορίες ταξιδιωτών είναι βέβαια αναμφισβήτητα διακριτή. Οι μετανάστες δεν έχουν σε πολλές περιπτώσεις τη δυνατότητα να αναπροσδιορίσουν την πραγματικότητα τους. Πολλοί από αυτούς αποδρούν από το θάνατο του πολέμου και της πολιτικής αστάθειας, άλλοι από μια οικονομική πραγματικότητα μιζέριας και αβεβαιότητας. Σε κάθε περίπτωση το τί αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι αυτοί στις χώρες τους, πάντα αντιπαρατεθείτε για αυτούς στις εικόνες που προσλαμβάνουν από την πραγματικότητα που βιώνουμε στις δικές μας κοινωνίες. Κατά κάποιο τρόπο είναι σαν να έχουμε πέσει θύματα της ίδιας της πολιτιστικής μας προπαγάνδας. Όπως έλεγε και εκείνη η παραπλανητική διαφήμιση για την ολυμπιάδα του 2004, ‘’ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα’’
…έ λοιπόν τώρα ήρθαν να ζήσουν το μύθο τους στην Ελλάδα
οι τουρίστες που δεν περιμέναμε.