Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Το κοράκι και το σύννεφο



“Τι ήρθε πρώτο το κοράκι ή το σύννεφο;” αναρωτήθηκε το μικρό κορίτσι.

Εδώ και χρόνια το μελανόφτερο πετούμενο έτρωγε τα σπλάχνα της μητέρας.
Hμιθανής κείτονταν αυτή εδώ και εικοσιπέντε περιστροφές και η αναπνοή της έβγαινε από το κούφιο βουνό με καπνό και φωτιά.

Το σύννεφο πάνω από τον λογισμό της μητέρας ήταν το δεύτερο δεινό και συνόδευε το κοράκι σε βλαβερότητα.

Ήταν δύσκολο να πει κάνεις πoιο από τα δύο αυτά κακά, τους δύο απρόσκλητους μουσαφίρηδες που τρέφονταν από τις σάρκες και τις σκέψεις της μητέρας ευθυνόταν για την καταχνιά που βάραινε το φετινό ηλιοστάσιο.

Άλλοτε η ημερομηνία αυτή ντυνόταν στα λευκά από τα λουλούδια στα πυρρόξανθα μαλλιά των κοριτσιών, σε άγρα της ματιάς εξελισσόταν από τους κυκλωτικούς χορούς και τους αναστεναγμούς της ανεπιτήδευτης νιότης.

“Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε;” Το κορίτσι ρώτησε το βουνό αλλά απάντηση δεν πήρε.

Ο χρόνος διέσχιζε την απόσταση με αδηφάγο ρυθμό. Σε ένα γύρο του ενιαυτού ή και ίσως λίγο παραπάνω το κόκκινο τριαντάφυλλο θα μαραινόταν από τα μάγουλα της.

“Πότε θα ανασάνουμε ξανά;”

Το κοράκι και το σύννεφο κάγχασαν την ηχώ της ερώτησης.

“Τα ποιήματα στέρεψαν κοριτσάκι, το αίμα μπλάβισε, το γάλα ξίνισε, το λιβάδι δεν βελάζει πια και όλα τα νεογνά στο φως έρχονται νεκρά.”

“Τι ήρθε πρώτο το κοράκι ή το σύννεφο;” Αναρωτήθηκε το μικρό κορίτσι φωναχτά και ο φόβος της μια λαβίδα μεταλλική που την έσφιξε στο λαιμό.

“Να κοιμηθώ μόνο θέλω κάτω από τον καθαρό ουρανό, μακριά από το σύννεφο να ονειρευτώ το αηδόνι της άνοιξης, τα αυτιά μου να κλείσω στο κρώξιμο το θανατερό.”

Το ηλιοστάσιο σβήνει και φέτος και στο κατώφλι του λύκου ένα κορίτσι μικρό με έκανε να θυμηθώ πως πάνε χρόνια που έπαψα να βλέπω ουρανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου