Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρθρογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρθρογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Το μυστήριο της μετά-οικονομίας



Μυστίριον, αρχαιοελληνική λέξη που υποδηλώνει απόκρυφα θρησκευτικά, κατά κόρον δόγματα, γνώσεις και πρακτικές που μεταδίδονται μόνο σε ομάδες εκλεκτών ατόμων δια της αποκαλύψεως. 

Τα μυστήρια του σύγχρονου κόσμου δεν εκτυλίσσονται σε σκοτεινά ερημικά αλσύλλια και απρόσιτες σπηλιές, αλλά αρθρώνουν την μυστική τους γλώσσα μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Δεν περιγράφουν θεούς και δαίμονες με την ποιητική γλώσσα της τελετουργίας, αλλά δυνάμεις εξίσου μη υλικές και ταυτόχρονα παντοδύναμες. Αυτός είναι ο μυστηριώδης κόσμος της μετά-οικονομίας.

Ο ερμητικός χαρακτήρας της γνώσης που διαφυλάσσει το μυστήριο, σχετίζεται με τις ιδιότητες αυτής της γνώσης και την καταλυτικότητα  που φέρει μια συγκεκριμένη μορφή πληροφορίας για το σύνολο της δομής του ανθρώπινου κόσμου. Μια μορφή πληροφορίας που ισοδυναμεί με το βάρος και την δύναμη όλων των όπλων και των στρατών στον παντοτινό στίβο που μαίνεται η μάχη με διακύβευμα την διαμόρφωση της συλλογικής φαντασίας, της «ψυχής» του γένους των ανθρώπων. 
 Τα ερωτήματα 
Σε κάθε εποχή «οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ» επιχείρησαν να δώσουν απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα της  ζωής και του θανάτου, της έλευσης και της προέλευσης, του αίτιου και του αιτιατού,  ακολουθώντας ποικίλους δρόμους και θέτοντας διαφορετικά ερωτήματα. 

Τα ερωτήματα διαμόρφωσαν ιστορικά και τις απαντήσεις που σχηματίζουν το περίγραμμα της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα στην οποία ζούμε ορίζεται από τις δικές της ερωτηματικές θέσεις και τις απαντήσεις που σαν αόρατα όρια του κόσμου μας τοποθετούνται εντός της σφαίρας των ιδιότυπων σύγχρονων μυστηρίων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός σύγχρονου μυστηριακού θεάτρου αποτελεί ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος της οικονομίας. Η αυλαία αυτού του πλανητικού δράματος αποτραβιέται για να φανερώσει, ή να αποκρύψει την  άυλη δραστηριότητα του νομίσματος και των προϊόντων του. Το μη υλικό κεφάλαιο, το λεγόμενο πλαστικό χρήμα, τα ψηφία που εμφανίζονται σε οθόνες που αντιστοιχούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς.  Είναι αυτό τo αόρατο «εργοτάξιο», που μετουσιώνεται στο ρευστό χρήμα, ένα στοιχείο που με τρόπο συναφή του θείου, υφίσταται κυρίως ως συνέπεια στον υλικό κόσμο των καθημερινών ανθρώπων. 
Μερικούς αιώνες πριν οι κοινωνικοί επιστήμονες όριζαν την οικονομία σαν τις πρακτικές που επιλέγει μια κοινωνία προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες που απαιτούνται για την υλική της αναπαραγωγή. Στο παρόν όμως η οικονομική δραστηριότητα έχει σε μεγάλο βαθμό αυτονομηθεί από την έννοια της κοινωνίας με αποτέλεσμα να μιλάμε για «αγορές» και τάσεις της οικονομίας σαν κάτι πέραν της επιρροής και κατανόησης του μέσου άνθρωπου.

 Η  πρόσφατη οικονομική κατάρρευση
 Η  πρόσφατη οικονομική κατάρρευση (εσκεμμένη ή μη) των χρηματοπιστωτικών αγορών, αυτής της μυστηριακής σφαίρας οικονομικής δραστηριότητας που είναι το κατεξοχήν πεδίο της  μετά-οικονομίας, καθώς αφορά στην εμπορία και διαχείριση του χρήματος, στην καλλιέργεια του μη χειροπιαστού, μας αποκαλύπτει το πώς η μυστική γνώση της γλώσσας και συμπεριφοράς αυτού του κόσμου καθορίζει την μοίρα του συνόλου της κοινωνίας. 

Στον βαθμό μάλιστα που η οικονομία παίρνει την μορφή του παγκοσμιοποιημένου και ενοποιημένου συστήματος, αυτό αφαιρεί εντελώς την δυνατότητα των κοινωνιών για αυτοδιάθεση, καθώς η πολιτική με την μορφή που έχει σήμερα, δεν μπορεί να επηρεάσει με κανένα ουσιαστικό τρόπο την συμπεριφορά  των αγορών.

 Ιεαρατία και μύστες
  Βέβαια, όπως στον αρχαίο κόσμο έτσι και στον σύγχρονο η ύπαρξη μυστηρίων προϋποθέτει και την ύπαρξη των μυστών, του ιερατείου που διαφυλάσσει τον ερμητικό χαρακτήρα της γνώσης και δρέπει τους καρπούς αυτού του ρόλου αποκτώντας επιδραστικότητα και επιρροή στις γήινες υποθέσεις. Τον ρόλο αυτό υποδύονται οι απανταχού γνώστες αυτής της γλώσσας. 

Οικονομολόγοι,  υψηλόβαθμα στελέχη πολυεθνικών εταιριών , αναλυτές της χρηματιστηριακής αγοράς, στελέχη και μέτοχοι τραπεζικών ιδρυμάτων  και πάει λέγοντας, μια κάστα σύγχρονων ιεροφαντών τελούν τις τελετουργίες και μεταλαμπαδεύουν στους νέους εκλεκτούς τα μυστικά της παντοδυναμίας των θεών τους. 

Τα μυστικά αυτά είναι εντελώς απρόσιτα στον μέσο άνθρωπο και απευθύνονται αποκλειστικά σε αυτούς που μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στους σύγχρονους ναούς της γνώσης. Τα πανεπιστήμια που εξειδικεύονται σε αυτές τις μορφές γνώσης δέχονται ως φοιτητές μόνο την αφρόκρεμα των υποψηφίων και το οικονομικό αντίτιμο της φοίτησης σε αυτά είναι συνήθως αποτρεπτικό για τους κοινούς ανθρώπους.
  Τα  όρια του εφικτού
 Αυτή η μορφή γνώσης δεν περιγράφει μόνο την οντότητα της μετά-οικονομίας, αλλά με τρόπο ανάλογο της θρησκείας περιχαρακώνει τα  όρια του εφικτού.  Ως δόγμα φέρει την δική του εσωτερική λογική,  τελεολογική άποψη, και στο βαθμό που αποζητά την ολοκληρωτική επικράτηση, συνοδεύεται από ταμπού και ανάθεμα. 

Ακούμε συχνά τους πολιτικούς μας να μιλάνε για τον ένα ή τον άλλο οικονομικό όρο και να του προσδίδουν ιδιότητες καταστροφικές ή σωτήριες ανάλογα με την περίπτωση.  Λόγου χάρη, η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρουσιάζεται ως πανάκεια, χαράς ευαγγέλιο, και η μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών, ή ο τεχνικός όρος της χρεοκοπίας, ως απειλή ανάλογη με αυτή που χρησιμοποιούσε ο Μωυσής για να αποτρέψει τους συμπατριώτες του από την λατρεία των ειδώλων. 

Η μη ορθολογική (μη λογιστική) διαχείριση των πόρων παρουσιάζεται σαν το απόλυτο ταμπού και ακόμα και αυτή η ανθρώπινη ατομικότητα, ορίζεται λογιστικά με την ονομασία ανθρώπινο κεφάλαιο.

 Η οικονομική αφήγηση 
Η οικονομική γλώσσα, με την διάχυση της σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας καταφέρνει όχι απλά να περιγράφει τις συντεταγμένες της υλικής ύπαρξης και δραστηριότητας των ανθρώπων,  αλλά ταυτόχρονα να ορίζει τους θεμελιώδεις άξονες του συλλογικού φαντασιακού της κοινωνίας. 

Σε οποιοδήποτε από τα μεγάλα αντιμαχόμενα στρατόπεδα και αν ανήκει κάποιος, δηλαδή στην φιλελεύθερη οικονομική παράδοση ή σε αυτή την σχολή οικονομικής σκέψης που απορρέει από το έργο του Karl Marx δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από το κυρίαρχο δόγμα της οικονομίας. Ακόμα και οι λαϊκές παροιμίες μας σχηματίζονται εντός αυτής της βασικής πεποίθησης. «Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει" διατείνεται το λαϊκό γνωμικό, υποδηλώνοντας ξεκάθαρα ότι η οικονομία ηγείται όλων των υπολοίπων ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Η οικονομική αφήγηση όμως δεν ήταν πάντα η κυρίαρχη εξήγηση. Κάποτε αναγνωρίζονταν το αδιάσπαστο της ανθρώπινης παρουσίας στον κόσμο και η οικονομική σφαίρα δραστηριότητας ήταν απλά μια από τις σφαίρες που απαρτίζουν το οικοδόμημα της κοινωνίας.

 Οικονομίες του δώρου
 Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα ο ορθολογικός χαρακτήρας της οικονομικής διαχείρισης ανατρέπονταν προς όφελος άλλων εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι λεγόμενες «οικονομίες του δώρου», όπου το κοινωνικό προφίλ των ανθρώπων ορίζεται με όρους κοινωνικών συμμαχιών και συσχετισμών με βάση το χαρακτηριστικό της αμοιβαιότητας και της συγγένειας. 

Υπάρχουν κοινωνίες που η υλική συσσώρευση δεν αποτελεί πλεονέκτημα, καθώς επιβαρύνει τον νομαδικό τρόπο ζωής που επιβάλει το περιβάλλον τους. Η οικονομική δραστηριότητα υπάρχει φυσικά και σε αυτές τις κοινωνίες, αλλά δεν κατέχει ηγεμονική θέση στον δημόσιο λόγο και πόσο μάλλον, δεν  ίπταται σε ένα πεδίο πέραν των υπόλοιπων δραστηριοτήτων. Σε κάθε περίπτωση σε αυτές τις κοινωνίες η οικονομία δεν κατέχει τον μυστηριακό χαρακτήρα που της αποδίδει η δική μας κοινωνία. 

Οντολογική γνώση
Για να συνειδητοποιήσουμε αυτό τον μυστηριακό χαρακτήρα αρκεί να θέσουμε μια σειρά από ερωτήσεις. Κατανοούμε εμείς οι μη εκλεκτοί τους μηχανισμούς της παγκόσμιας αγοράς;  Κατανοούμε τα αίτια της οικονομικής κρίσης; Υπάρχουν ομάδες εκλεκτών που ισχυρίζονται ότι κατανοούν τί συμβαίνει και βάσει αυτής της γνώσης αξιώνουν ηγεμονικές θέσεις στις κοινωνίες μας; Έχουμε αλήθεια πρόσβαση εμείς οι κοινοί θνητοί σε αυτή την γνώση; Αν αναλογιστούμε τις απαντήσεις θα διαπιστώσουμε ότι η μετά-οικονομία έχει πάρει, στην εποχή μας, ένα ρόλο ανάλογο με αυτό της θρησκείας. Όπως και η θρησκεία διατείνεται ότι κατέχει την αλήθεια της φύσης και της ύπαρξης, ορίζοντας την δική της μυστική οντολογία.
Η οντολογική γνώση, γνώση δηλαδή του όντος, της ύπαρξης, αφορά στην ολική ποιότητα των πραγμάτων, στο απόσταγμα της σκέψης που ονομάζουμε νόημα. Τον καρπό της νόησης και τον απώτερο αυτό-σκοπό που οδηγεί τα νοήμονα όντα στην αναμόχλευση της απλής φαινομενικότητας του κόσμου, προς την αποκάλυψη της «μεγάλης εικόνας». 

Μιλάμε λοιπόν για μια μορφή γνώσης, που έχει την δύναμη να ορίζει τον κόσμο με τρόπο ολοκληρωτικό. Είναι όμως στα αλήθεια, ο κόσμος της μετά-οικονομίας  αυτή η λεγόμενη «μεγάλη εικόνα», ή μήπως οι ερωτήσεις που θέτουμε διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό και το οπτικό μας πεδίο;

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Για να μην μας φάνε κάποια μέρα τα παιδιά μας




Σύμφωνα με μια κλασσική αισθητική αντίληψη η τέχνη μιμείται την φύση. Η αισθητική ενός λαού θεωρείται το απόσταγμα του πολιτισμού του, η υλοποίηση της συλλογικής φαντασίας που έρχεται να οριοθετήσει τα πλαίσια της κοινωνικής ταυτότητας, η γλώσσα μιας αισθησιαρχίας που μεταφράζει τα ερεθίσματα του φυσικού περιβάλλοντος και της ιστορίας σε χρήσιμη δομική ύλη της καθημερινότητας.
Αυτή η σχολαστική θεώρηση της αισθητικής όμως, όπως και σχεδόν οτιδήποτε άλλο μαθαίνουμε στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων, ανατρέπεται στην σουρεαλιστική και απρόβλεπτη πραγματικότητα της σύγχρονης «ύπαρξης εν κατανάλωση».
Στην χώρα μας, και όχι μόνο βέβαια, η τέχνη της καθημερινότητας και η προϋπόθεση της ύπαρξης της,  η αισθητική,  θυμίζει αυτιστικό άτομο που ομφαλοσκοπεί μπροστά σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Η αισθητική αντίληψη μας ορίζεται όχι από ποιότητες αλλά από μεγέθη. Ένας ισοπεδωτικός υπερθετικός βαθμός που απαιτεί τα οικήματα να γίνονται «σπιταρόνες», τα αυτοκίνητα να μεταμορφώνονται σε «αμαξάρες» και όλα όσα θεωρούνται σπάνια να πολύτιμα να κατέχουν ένα επιδεικτικό μέγεθος.
Αυτός όμως ο «αισθητικός γιγαντισμός» φέρει κάποιες επιπτώσεις, που δυστυχώς δεν αφορούν αποκλειστικά σε όσους και όσες τον ασπάζονται. Η υπερμεγέθης ποιότητα των υλικών εκφάνσεων του πολιτισμού, νομοτελειακά συμβαδίζει με υπερμεγέθη κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και καταναλωτικά εγώ που εδράζουν σε υποκείμενα αποξενωμένα και αντιμαχόμενα για το αγαθό του μεγέθους και του  ανάλογου χώρου που απαιτείτε  για την  υπερμεγέθη υλοποίηση .
Ο μέσος άνθρωπος που υποτάσσεται στις επιταγές των jumbo ιδανικών είναι ικανός για τα πάντα προκειμένου να επιφέρει την πολυπόθητη επέκταση.
Ο μέσος γερμανός της περιόδου του τρίτου ράιχ, με σημαία το ιδανικό της επέκτασης, της μεγέθυνσης σε  ζωτικό χώρο κατάφερε να επιφέρει σημαντική συρρίκνωση στην ηθική και αισθητική υπόσταση της ανθρωπότητας καθώς και στον πληθυσμό της Ευρώπης.
Η jumbo Δυτική αποικιοκρατία κατάφερε μέσα σε μερικούς αιώνες να φτωχύνει σημαντικά τον πλανήτη, καταστρέφοντας μοναδικά πολιτισμικά συστήματα , διακριτές γλώσσες  και γενικότερα άφησε πίσω της συντρίμμια καταφέρνοντας παράλληλα να κάνει το χριστιανικό ιδεώδες να μοιάζει με φάρσα.  Διότι το jumbo μέγεθος , ως ανάγκη και ως αντανάκλαση μιας συγκεκριμένης αυτό-αναφορικότητας, προσομοιώνει ένα αδηφάγο βουλιμικό τέρας που κατασπαράζει τους δημόσιους χώρους, καπηλεύεται τα κοινά αγαθά, καίει τα δάση, καταναλώνει το οξυγόνο, παίρνει, παίρνει, ζητά, χτυπά νευρόσπαστα  τα πόδια του στο έδαφος καταστρέφοντας το αύριο και δεν νοιάζεται για τίποτα άλλο παρά την αυτό-επιβεβαίωση  της μεγαλοσύνης του.
Η μόνη σωτηρία, για να μην μας φάνε κάποια μέρα τα παιδιά μας, όταν το μέγεθος και ο νόμος του θα είναι η μόνη μας αλήθεια, είναι να επιστρέψουμε στα φυσικά μεγέθη των πραγμάτων. Στις ανάγκες που επιτάσσονται από την φυσική αρμονία, στο μέτρο του ωραίου και όχι του εφικτού.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Η λανθάνουσα θρησκευτικότητα της πολιτικής




Ένας Ιταλός επαναστάτης, από την φυλακή που ήταν κλεισμένος,  έγραφε κάποτε σε κάτι κιτρινισμένα τετράδια, ότι η προσωπική πολιτική αντίληψη δε σχηματίζεται εντός μιας κριτικής και ορθολογικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις των περισσότερων διανοητών της εποχής του, αυτός ο πεισματάρης Ιταλός πίστευε  ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων δε διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις θρησκευτικές αντιλήψεις, καθώς δεν προκύπτουν από επιλογή αλλά, κατά κάποιο τρόπο γεννιόμαστε, ο καθένας από εμάς, εντός συγκεκριμένου πολιτικού περιβάλλοντος.
Σε τρυφερή ακόμα ηλικία συνδέουμε και ταυτίζουμε τον πολιτικό λόγο που εκφέρεται εντός του οικείου κόσμου μας, με παραστάσεις και αισθήσεις που δε σχετίζονται αλήθεια με το λόγο αυτό. Κατά αυτό τον τρόπο αναπτύσσουμε μια έντονη συναισθηματική σχέση με τις ιδέες, που λόγω της ποιότητας της δεν περνάει από το κόσκινο του ορθού λόγου και της κριτικής σκέψης.
Είναι μια περίπλοκή διαδικασία, περιλαμβάνει ταυτόχρονα συναισθηματικούς μηχανισμούς ταύτισης και αποκλεισμού, που μέσω της αναγωγής του «οικείου» στο «γενικό» μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε και να τοποθετούμε συναισθηματικά τον εαυτό μας εντός ευρύτερων ομάδων, ενώ παράλληλα να τον τοποθετούμε εκτός άλλων. Σαν διαδικασία «ομαδοποίησης δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία ένταξης του ατόμου σε ευρύτερα κοινωνικά σύνολα, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε λοιπόν την πολιτική ενεργοποίηση του ατόμου στο ευρύτερο φαινόμενο της κοινωνικοποίησης. Η έννοια της κοινωνικοποίησης, στον κόσμο των πολιτικών αντιλήψεων προσφέρει ένα χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις φαινομενικά μη ορθολογικές πολιτικές επιλογές μεγάλης μερίδας ανθρώπων στην σύγχρονη Ελλάδα.
 Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συναισθηματικής ένταξης του μέσου Έλληνα στα δύσβατα χωράφια της πολιτικής,  είναι το φαινόμενο της πολιτικής «εικονολατρίας». Πολλοί συμπολίτες μας διατηρούν μια σχέση με τα πολιτικά πρόσωπα, που υποστηρίζουν, ανάλογη με αυτήν της θρησκευτικής πίστης και λατρείας προς ένα προστάτη Άγιο. Τον καιρό της παντοδυναμίας του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, αυτή η λανθάνουσα θρησκευτικότητα της πολιτικής αντίληψης «του μεγάλου ηγέτη»  ήταν διάχυτη σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου. Ακόμα και τα ατοπήματα αυτών των πολιτικών «εικονισμάτων» ποτέ δεν σπίλωσαν το όνομα τους, καθώς όπως κάθε θρησκευτική μορφή,  στα μάτια και την καρδιά του λαού, οι ηγέτες αυτοί ήταν και είναι στο απυρόβλητο της πολιτικής κρίσης και κριτικής. «Δεν φταίει ο Άγιος που έχει ανομβρία, απλά μπορεί να θέλει και αυτός λίγη φοβέρα.»
Ένα άλλο ορόσημο που επηρεάζει καταλυτικά την πολιτική φαντασία των σύγχρονων ελλήνων είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Οι πληγές που άφησε στην χώρα μας ο εμφύλιος πόλεμος και τα επακόλουθα του, φαίνεται να  ορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ταύτιση των πολιτών με τα αντιμαχόμενα πολιτικά στρατόπεδα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Ο αντάρτης παππούς του ΕΛΑΣ από την μια πλευρά και ο Ταγματασφαλίτης, Χίτης  και πάει λέγοντας από την άλλη, μέσα από τους ρηχούς τάφους τους, με εμβατήρια και αντάρτικα τραγούδια ταλαντώνουν ακόμα τις συναισθηματικές χορδές και τις πολιτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων της μνημονιακής Ελλάδας. Κάπου στην γωνία ξεμυτίζει και το φάντασμα του βασιλιά, που έχει αποκτήσει πλέον, στα μάτια κάποιων, την πατίνα των παλιών καλών ταινιών της χρυσής χουντικής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Από αυτό τον πολιτικό χορό φαντασμάτων, που είναι η σύγχρονη πολιτική στην Ελλάδα απουσιάζει ο πολιτικός χώρος του κέντρου, γιατί οι μυθικές μορφές των εκπροσώπων του αποκαθηλώθηκαν πολύ πρόσφατα, αυτοπυρπολήθηκαν σε potlatch διαφθοράς, βουλιάζουν αργά και σταθερά, αγκαλιά με σαπισμένα υποβρύχια και αναρροφούνται από εκσυγχρονιστικές χρηματιστηριακές φούσκες. Όσοι ακόμα επιμένουν να χορεύουν βασιζόμενοι στρουθοκαμηλικά στην αλλοτινή θρησκευτική αύρα της επίκλησης του ονόματος τους, αγνοούν τη  μεγάλη πυρά που έχει ανάψει στο πολιτικό παρασκήνιο και αναμένει πεινασμένα το θυσίασμα.
Ακόμα και σήμερα που τα είδωλα έχουν καταρρεύσει, οι έλληνες αναζητούν αγωνιωδώς το νέο ηγέτη και δεν τον βρίσκουν πουθενά. Δεν κατανοούν ότι οι θεοί ενός τόπου γεννιούνται εντός της κοινωνικής φαντασίας των ανθρώπων και ενσαρκώνουν τη συλλογική βούληση.  Η διαδικασία ποτέ δεν είναι αντίστροφη, όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίστροφο αυτόκλητοι ηγετίσκοι και ντεμέκ εθνοσωτήρες.



Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

ο σοσιαλισμός των πλουσίων και το ανθρωπάκι από τα Τρίκαλα




Ο εικονοκλάστης αμερικάνος κινηματογραφιστής Michael Moore, που εδώ και χρόνια παράγει ριζοσπαστικές ταινίες και ντοκιμαντέρ, για τα δεδομένα της αμερικάνικης κοινωνίας, είχε δηλώσει κάποτε ότι: «οι πλούσιοι δεν πιστεύουν στον καπιταλισμό». Η χώρα μας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την παγκόσμια καλοστημένη φάρσα.
  Ο Moore υποστήριξε αυτή την φαινομενικά παράδοξη δήλωση διεξοδικότατα, παραθέτοντας στοιχεία που έδειχναν, ότι αν κρίνουμε από την συντεχνία που έχει στηθεί ανάμεσα στο κράτος και το μεγάλο κεφάλαιο των Η.Π.Α, οι πλούσιοι μάλλον πιστεύουν στον κεφαλαιοκρατικό σοσιαλισμό, ένα οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που θέλει το κράτος να παρεμβαίνει σε κάθε περίπτωση που τα συμφέροντα των εταιριών και των πολύ πλουσίων θίγονται ή βάλλονται ή απλά βρίσκονται υπό δυσμενή συνθήκη.
Δεν αναφέρομαι  εδώ στο οικονομικό μοντέλο του Keynes, που πρόσφατα ξαναεμφανίστηκε στην Αμερικάνικη οικονομική πολιτική ως βαλβίδα αποσυμπίεσης για τις αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις και τα οικονομικά αδιέξοδα της μέχρι τώρα ακολουθούμενης πολιτικής, αλλά σε μια  ληστρική συμπόρευση κράτους και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων που υπερβαίνει και συγκαλύπτεται πίσω από την ρητορική των υπαρχόντων  οικονομικών δόγματων.
Ένα σενάριο που διαδραματίζεται κάτω από το τραπέζι, από άκρη σε άκρη στον πλανήτη και μια κρυφή ατζέντα που ορίζει, όχι και τόσο συγκαλυμμένα πλέον, τις ζωές όλων μας.
Το σενάριο αυτό βέβαια δεν πλησιάζει καθόλου την λογική του νέο-φιλελεύθερου καπιταλισμού που είναι και το κυρίαρχο δόγμα στην Ευρώπη, η τσίχλα στα στόματα τεχνοκρατών, πολιτικών, θεωρητικών και άλλων βλαμμένων που παρότι δεν έχουν κάποιο άμεσο συμφέρoν, ασπάζονται αυτές τις αρχές. Σε αυτό το σύστημα "κεφαλαιοκρατικού σοσιαλισμού*", το αόρατο χέρι της αγοράς φαίνεται να υπάρχει για να χαϊδεύει τα συμφέροντα τον πλουσίων και να «σαπακιάζει στις φάπες» όλους τους υπόλοιπους.
Η χώρα μας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την παγκόσμια καλοστημένη πλεκτάνη. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι εν καιρώ κρίσης οι πλούσιοι συνεχίζουν να χαίρουν σχετικής φορολογικής ασυλίας, {λόγω της φύσης του φορολογικού συστήματος που ρίχνει το βάρος στις πλάτες μισθωτών και συνταξιούχων, της πρακτικής των τραπεζών να τηρούν μυστικότητα (συνενοχή) στις καταθέσεις, τον διεθνισμό του κεφαλαίου, και εν μέρη εξαιτίας των πολιτικών συσχετισμών που διαπλέκονται με την οικονομική δραστηριότητα} και να αυξάνουν σημαντικά τις περιουσίες τους , τότε και εμείς υπαγόμαστε κανονικότατα στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού των πλουσίων». Τα κατάπτυστα μέτρα που εφαρμόζονται στον εργασιακό τομέα, και η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας δεν αποτελούν αυθαίρετη πρωτοβουλία της τρόικας, αλλά προκύπτουν σε συνεννόηση με τους μεγάλο-εργοδοτικούς οργανισμούς της Ευρωζώνης και σύμφωνα με την λογική του αχαλίνωτου καπιταλισμού αποτελούν βέλτιστες πρακτικές για την απελευθέρωση της οικονομίας. Το ερώτημα βέβαια που πρέπει να θέτει ένας εργαζόμενος, ένας συνταξιούχος ένας άνεργος στην Ελλάδα της κρίσης είναι ποιός αλήθεια ωφελείται από αυτή την «απελευθέρωση»;

Το δόγμα των οικονομολόγων
  Η απάντηση των τεχνοκρατών είναι ότι η απελευθέρωση της αγοράς, συμπεριλαμβανόμενης της «αγοράς ανθρώπινου δυναμικού» θα βελτιώσει σταδιακά τις γενικότερες συνθήκες ανταγωνισμού της οικονομίας με αποτέλεσμα να μειώνονται οι τιμές των προϊόντων και έτσι να ελαχιστοποιείται το κόστος κατανάλωσης. Σύμφωνα με αυτή λοιπόν την λογική οι εργαζόμενοι βγαίνουν, στο τέλος, κερδισμένοι, καθώς έχουν περισσότερα χρήματα στην τσέπη και έτσι αναπτύσσεται συνολικά η οικονομία και αυξάνεται ο πλούτος για όλη την κοινωνία. Βέβαια αυτό που δεν λαμβάνει υπόψη της αυτή η μηχανιστική λογική είναι το γεγονός του ότι οι πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της κάθε χώρας σχετίζονται σε αρκετές περιπτώσεις με έξω-οικονομικούς παράγοντες, όπως τα πολιτικά και πολιτισμικά συστήματα μέσα στα οποία λειτουργεί και υπάρχει η εκάστοτε κοινωνία, καθώς και τις ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες που ορίζουν και περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Υπό το πρίσμα αυτής της υποτιθέμενης αντικειμενικής θεώρησης των οικονομολόγων, συγκαλύπτεται το γεγονός ότι η έννοια του πλούτου, την οποία αυτή η θέση διαπραγματεύεται και προπαγανδίζει, είναι στατική και σχετίζεται με μια πολύ συγκεκριμένη πολιτισμική αντίληψη της ευημερίας. Αυτή είναι η έννοια του πλούτου ως υλική συσσώρευση, που και αυτή η αντίληψη με την σειρά της, απορρέει από ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα ιδεών και μια πεπερασμένη ιστορική συγκυρία. Σύμφωνα με τον κλασσικό γερμανό κοινωνιολόγο Max Weber, το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που ορίζει τις ζωές των Ευρωπαίων από την Αναγέννηση και μετά, έχει τις ρίζες στην Καλβινιστική θρησκευτική αντίληψη της επίγειας θείας χάρης, που επιτυγχάνεται μέσω από την αυταπάρνηση των απολαύσεων προς χάριν της αποταμίευσης. Η αποταμίευση θεωρείται από τους Καλβινιστές προτεστάντες ως η μέγιστη απόδειξη του θεάρεστου βίου και κατά κάποιο τρόπο ως το ατομικό διαβατήριο του κάθε καλού χριστιανού προς την μετά θάνατον ζωή. Όλα αυτά έχουν νόημα και μπορούν να λειτουργήσουν ως μια μέθοδος προς την επίγεια επίτευξη της ευτυχίας, άπαξ βέβαια και μιλάμε για ένα ανθρώπινο τύπο, ανάλογο του στερεοτυπικού Σκρούτζ, που αντιλαμβάνεται την ευτυχία ως ατομικό επίτευγμα και την ευημερία ως σορούς από χρυσάφι στο θησαυροφυλάκιο.

Ο πλούτος των παππούδων μας
  Πώς συνάδει όμως η προαναφερθείσα αντίληψη της οικονομίας, του πλούτου, της ευημερίας και κατ’ επέκταση της εν ζωή ευτυχίας, όταν αναλογιζόμαστε ένα τύπο ανθρώπου, που όπως ο ξεχασμένος μακρινός μας πρόγονος, ο Επίκουρος από την Σάμο, αντιλαμβάνεται την ευτυχία σαν ένα όμορφο κήπο, όπου ο ίδιος και οι φίλοι του, ή η οικογένεια του κάθονται και παίζουν τάβλι, τρώνε σύκα, απολαμβάνουν τον πρωινό ήλιο και συζητούν επί πάντως επιστητού. Ο πλούτος, στο βαθμό που είναι η βάση της ευτυχίας σε μια κοινωνία, ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από κριτήρια που απέχουν πολύ από το πόσα χρήματα έχει ο κάθε άνθρωπος στην τσέπη του. Στην Ελλάδα των παππούδων μας, που «τα όβολα» ήταν λιγοστά, ο πλούτος και η ευτυχία ορίζονταν, για τους περισσότερους, ως συνάρτηση της υγείας, της ψυχικής και οικογενειακής γαλήνης και της μακροζωίας. Για τον λόγο αυτό τα κοινωνικά αγαθά της παιδείας, της μόρφωσης της υγείας, καθώς και ο δημόσιος χαρακτήρας αυτών των αγαθών όριζαν για γενιές το μέτρο του πλούτου στη χώρα μας. Τα σπίτια και τα χωράφια έφεραν μια βαρύτητα ως εγγυήσεις της αναπαραγωγής, της οικογένειας, και της κοινωνίας γενικότερα, αλλά δεν είχαν αξία από μόνα τους ως συσσώρευση. Άλλωστε ποτέ κανένας Έλληνας, από αρχαιοτάτων χρόνων, δεν ζήλεψε την παγερή υστεροφημία μιας πολυτελούς ταφόπλακας.

Ο ρόλος του κράτους στην μνημονιακή Ελλάδα
  Στον «θαυμαστό καινούριο κόσμο» της μνημονιακής Ελλάδας αυτές οι αξίες παρουσιάζονται ως αναχρονιστικές, σαν να μην εμπίπτουν στην ηθική, τη λογική και την αρμοδιότητα του κράτους. Σαν το κράτος να μην φέρει τον ρόλο του εγγυητή της κοινωνικής αναπαραγωγής. Πρόσφατα ο βουλευτής Τρικάλων της Νέας Δημοκρατίας Μιχάλης Ταμήλος είχε την έμπνευση να ορίσει αυτή την νέα εκδοχή του «σώζον εαυτόν σωθήτω» εκστομίζοντας με ειλικρίνεια το απόσταγμα των ιδεών της πολιτικής του: « Δεν έχουμε κομμουνιστικό καθεστώς για να είμαστε αναγκασμένοι να δώσουμε δουλειά και ένα πιάτο φαΐ στον κόσμο».

-Υποθέτω ότι εντός αυτής της λογικής μπορούμε να φάμε ο ένας τον άλλο και εν συνεχεία τον Ταμήλο, όταν πεινάσουμε.

-Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του κράτους στην σύγχρονη Ελλάδα;

-Μήπως ο ρόλος του δικού σου κράτους «ανθρωπάκι από τα Τρίκαλα» είναι να ξελασπώνει τους «σπόνσορες», τους δικούς σου και των ομοίων σου, όταν και όποτε το χρειαστούν;



Χρησιμοποιώ την λέξη σοσιαλισμός σαρκαστικά, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων