Σάββατο 2 Μαΐου 2015

«Μπιάφρα καταντήσαμε» - Το πολιτισμικό σοκ των αστών αντιμέτωπων με τους βιότοπους της φτώχειας



 Είναι μεσημέρι λίγο μετά τις 3:00 σε ένα πολυσύχναστο σταθμό του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Η αποβάθρα είναι κατάμεστη με κόσμο όλων των ηλικιών και αποχρώσεων, που προσπαθεί να επιστρέψει στο καταφύγιο του μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς.
Οι πόρτες του βαγονιού ανοίγουν και το πλήθος στριμώχνεται όπως όπως, προκειμένου να χωρέσουν όλοι μέσα.
Κανείς δεν σκέφτεται να πάρει το επόμενο τρένο. Ακόμα και το ευκαταφρόνητο χρονικό διάστημα πέντε λεπτών, φαντάζει πολύτιμο εντός των μητροπολιτικών συσχετισμών.

Κανείς δεν παραπονιέται καθώς ο ζωτικός χώρος συρρικνώνεται και οι άνθρωποι αναγκάζονται σε μια κλειστοφοβική εγγύτητα με τους συνεπιβάτες τους.Σχεδόν κανείς δηλαδή…

Ένας περιποιημένος μεσόκοπος «μπουρζουάς» στέκεται στην αποβάθρα και διστάζει.Φωνάζει προς τους επιβάτες του βαγονιού όλο αγανάκτηση:
«Πω πω! Μπιάφρα καταντήσαμε»

Η Μπιάφρα βέβαια ήταν ένα αφρικανικό κρατίδιο που δεν υπάρχει πια. Κατά την δεκαετία του 1960, λίγο μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Νιγηρίας από την Μ. Βρετανία, η χώρα διχάστηκε από ένα αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.

Πρωταγωνιστές σε αυτή την σύρραξη ήταν η επίσημη κυβέρνηση της χώρας από την μια πλευρά και το στρατιωτικό καθεστώς που είχε καταλάβει το τμήμα της χώρας που τότε ήταν γνωστό ως Μπιάφρα.
Αυτός ο αφρικανικός πόλεμος έγινε γνωστός στην Ελλάδα λόγω του λιμού που έπληξε τον πληθυσμό.

«Τα παιδιά της Μπιάφρα» έγιναν συνώνυμο της αποστέωσης και έκτοτε αυτή η παρομοίωση έμεινε να χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα για να περιγράψει την συνθήκη ακραίας και παρατεταμένης ασιτίας και γενικότερης εξαθλίωσης.

Το ξέχειλο βαγόνι στο σταθμό της Ομόνοιας δεν θύμιζε καθόλου την Μπιάφρα.Αν είχε μια αναλογία στην ιστορία των ανθρώπινων συναθροίσεων αυτή θα ήταν οι θάλαμοι αερίων του ναζιστικού στρατοπέδου του Άουσβιτς.

Η ζέστη των ιδρωμένων κορμιών και οι οσμές που φανερώνουν τις εξωτικές διατροφικές συνήθειες των επιβατών δημιουργούν ένα σοκ στις αισθήσεις.

Το πρόβλημα όμως του παρφουμαρισμένου, «καθώς πρέπει» πολίτη που αρνούνταν πεισματικά να γίνει ένα σώμα με την μάζα είχε να κάνει περισσότερο με ζητήματα ποιότητας και όχι ποσότητας.

Αυτό που φάνηκε να τον εξοργίζει δεν ήταν ο συνωστισμός μέσα στο βαγόνι αλλά η πολυεθνική σύσταση των επιβατών.

«Γίναμε Μπιάφρα» φώναζε με αγανάκτηση, δεν διάλεξε να εκφράσει την οργή του με κάποια άλλη από τις κατάλληλες παρομοιώσεις της ελληνικής γλώσσας.

Δεν έλεγε «γίναμε σαρδέλες», ή «γίναμε κονσέρβα» επέμενε να μνημονεύει το κρατίδιο της Αφρικής που πλέον απαντάται μόνο στα βιβλία της Ιστορίας.

Αυτό που ίσως δεν γνώριζε ο συγκεκριμένος άνθρωπος, αλλά και πολλοί άλλοι της συνομοταξίας του, είναι ότι τα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπως και οποιαδήποτε άλλη περιοχή της πόλης που εντάσσεται στους βιότοπους των φτωχών,είναι σημείο συγχρωτισμού των οικονομικά και κοινωνικά υποβαθμισμένων ανθρώπων.

Σημείο συνάντησης των "αποκλεισμένων" αυτοχθόνων και των "νεοφερμένων στην μιζέρια μας" μεταναστών. Οι άνθρωποι που ζουν στις λαϊκές συνοικίες και ψωνίζουν από τις λαϊκές αγορές,είναι σε μεγάλο βαθμό εξοικειωμένοι με αυτή την πραγματικότητα της συνύπαρξης.

Αρκετοί από αυτούς αντιλαμβάνονται τις αναγκαιότητες αλλά και τις θετικές όψεις αυτής της συμβίωσης.

Κατά αναλογία με τους αστούς,που ο κοινός παρονομαστής,το διαβατήριο για την ένταξη στο club,είναι το υψηλό εισόδημα και η μετουσίωση αυτού σε μονοκατοικία με κήπο στα Βόρεια Προάστια συνοδευόμενη από μια περήφανη και αυτόνομη μετακίνηση με κάποιο Kayen, για τους ανθρώπους που συνωστίζονται στα βαγόνια,τα λεωφορεία και τις ουρές των συσσιτίων,το συνδετικό στοιχείο είναι η φτώχεια και η έκφραση αυτής μέσω των καταναγκαστικών επιλογών της.

Οι ζωές τους «σταβλίζονται» σε ετοιμόρροπες πολυκατοικίες, οι γείτονες τους προέρχονται από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ τα σχολεία που στέλνουν τα παιδιά τους είναι το κατεξοχήν περιβάλλον της ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. 


Όσο και αν ο ρατσισμός εμφανίζεται παντού ύπουλα, δεν μπορεί να κάμψει εκείνα στα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης που συνάπτουν νομοτελειακά σχέσεις φιλίας, αποδοχής και συνεργασίας με άλλους μέσα στο ζωτικό περιβάλλον του κάθε άνθρωπου, μέσα στην κοινωνία.

Με τον ίδιο τρόπο που ο φόβος και η μισαλλοδοξία σε κάποιους εμφανίζεται σαν φυσική ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στο άγνωστο και διαφορετικό, έτσι και η πηγαία καλοσύνη και η κοινωνική συμπεριφορά προκύπτει φυσικά σε πολλούς ανθρώπους, όσο πιεσμένοι και αν αισθάνονται. Έχουν την ικανότητα αγάπης, ως φυσικό χάρισμα που επιτρέπει στο υποκείμενο να αντιληφθεί τον εαυτό του μέσα στο δέρμα των υπάρξεων που έχει απέναντι του. 

Σε κάθε περίπτωση οι εκλύσεις του για κοινωνική μηχανική και ευγονική στον πληθυσμό του βαγονιού δεν βρήκαν την ανταπόκριση που ενδεχομένως περίμενε… Δεν ξεκίνησε κάποιο πογκρόμ κατά των έγχρωμων επιβατών και αντί αυτού εισέπραξε την χλεύη αρκετών, ξένων και αυτοχθόνων… "Αν δεν σου αρέσει μην μπεις", "φώναξε να έλθει η λιμουζίνα και άδειασε μας την γωνιά",Εσύ δεν έχεις ευθύνη νομίζεις;”
 
Ίσως πάλι η ένσταση του συγκεκριμένου ανθρώπου να σχετίζεται με την εγγενή παραδοξότητα της νεοελληνικής ταυτότητας.

 Το παλιό ιδεολόγημα που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα ανήκει στον Δυτικό κόσμο. 

Ως εκ τούτου οι «τριτοκοσμικές» συνθήκες μέσα στις οποίες διαβιεί σημαντικό μέρος της κοινωνίας δεν έχουν θέση εδώ. Θα έπρεπε λοιπόν βάση αυτής της λογικής να εξαλείψουμε την φτώχεια και την ανθρώπινη δυστυχία γιατί χαλάει την εικόνα των εμπορικών κέντρων. Να «πετάξουμε στον Καιάδα» κάθε υποψία κοινωνικής και οικονομικής δυσαρμονίας, ακόμα και αν αυτή είναι η βάση του ίδιου του συστήματος ανισότητας που επιτρέπει στους λίγους να ζουν στη  χλοερή όχθη του ποταμού.
  
Το βαγόνι ξεκίνησε και αυτός παρέμεινε ένα «φάντασμα» στην αποβάθρα να καταριέται τους θεούς της Ελλάδας που τον ανάγκασαν να μοιράζεται αυτό τον «ευλογημένο» τόπο μαζί με κοινωνικά και ίσως, στην δική του νοοτροπία, φυλετικά κατώτερους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου