Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Ο βραχνάς και άλλες ιστορίες από την Αθήνα της κρίσης: Ένα βιβλίο που θα ήθελα να διαβάσω και δεν έχει γραφτεί ακόμα



  Βάλθηκα να διαβάζω τις περιλήψεις των έργων και για λίγο μεταφέρθηκα σε μια άλλη χώρα.

 

Μέσα στο σύννεφο της ανεργίας περνάω μεγάλο διάστημα σε ένα ιδιότυπο λήθαργο. Ένα είδος χειμερίας νάρκης, όπου το πνεύμα μου θαρρείς και κρύβεται κάτω από την παγωνιά της ανυπαρξίας, έως ότου ξεμουδιάσει από τις ακτίνες του ήλιου μιας νέας ψυχικής περιπέτειας.

Έτυχε λοιπόν σήμερα, (όντας σε αυτή την ψυχική κατάσταση, που δεν βοηθά στο να παρακολουθώ από κοντά το πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι), να ξεφυλλίσω τον κατάλογο με τις τελευταίες εκδόσεις γνωστού εκδοτικού οίκου. Ανάμεσα τους φιγουράριζαν τίτλοι μυθιστορημάτων σύγχρονων αναγνωρισμένων Ελλήνων λογοτεχνών. Βάλθηκα να διαβάζω τις περιλήψεις των έργων και για λίγο μεταφέρθηκα σε μια άλλη χώρα.

Σε αυτή την χώρα οι άνθρωποι αφιέρωναν χρόνο και χρήμα στην παρεξηγημένη πρακτική της ψυχανάλυσης.'Ένα ολόκληρο βιβλίο ήταν αφιερωμένο σε μια διαχρονική ψυχαναλυτική συνεδρία που επαναλαμβανόταν μέσα στα χρόνια ανάμεσα στην “ψυλλιασμένη” συγγραφέα και τον μυθιστορηματικό εξομολογητή της. Ένας άλλος συγγραφέας, με βαρύγδουπο όνομα που κληρονόμησε από τον πατέρα του, παρέθετε μια ιστορία που το εύρημα της ήταν η επαφή του με ένα φάντασμα στα κοινωνικά δίκτυα. Μάλιστα το φάντασμα ανήκε σε πρωταθλήτρια του τένις που σκοτώθηκε σε ατύχημα στην “παραλιακή” ενώ έκανε τζόκινγκ. Αλλού διαβάζουμε για ένα έρωτα στα βόρεια προάστια ανάμεσα σε μια φτωχή κοπέλα που η κρίση ώθησε στο μεροκάματο και τον παντρεμένο επιχειρηματία που ψάχνει τρυφερότητα και κάθαρση σε μια εξωσυζυγική περιπέτεια με καλό τέλος.
 
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μου δεν κατάφερα να βρω το παραμικρό ερέθισμα σε αυτές τις αφηγήσεις που θα με ωθούσε σε μια κάποια συναισθηματική ταύτιση με τους χαρακτήρες και τα πρόσωπα των ιστοριών. Δεν μπορούσα αναγνωρίσω τον εαυτό μου, άλλα και τα πρόσωπα του κόσμου μου πουθενά σε αυτές τις ιστορίες. Δεν υπήρχε σε ολόκληρη την πλοκή ούτε ανθυπο-ρολάκι να βολέψει την πληθωρική μου ύπαρξη, ούτε ένα σχόλιο, ένας υπαινιγμός για το σκοτεινό καζάνι που μέσα του βράζει το 90% των ανθρώπων αυτής της κοινωνίας.

Αποφάσισα λοιπόν να αντιπαραθέσω στις αφηγήσεις για αυτή την ξένη σε μένα χώρα ένα σύντομο και φανταστικό δελτίο τύπου για ένα βιβλίο που θα ήθελα να διαβάσω και δεν έχει γραφτεί ακόμα.
Ίσως και μόνο η καταγραφή του περιγράμματος αυτής της ιστορίας την ωθήσει να βγει από το σκοτάδι της φαντασίας μου και να υλοποιηθεί, εμβαπτιζόμενη στο μελάνι.

Ο βραχνάς και άλλες ιστορίες από την Αθηνά της κρίσης


Ένας άνθρωπος σε μια φτωχογειτονιά αντιμετωπίζει την απομόνωση και την αϋπνία, έχοντας σαν μοναδική συντροφιά τις νύχτες, τον βήχα άγνωστου ανθρώπου, μάλλον άνδρα από το διπλανό ενοικιαζόμενο δωματιάκι.

Η ιστορία εκτυλίσσεται υπό τη μορφή χρονογραφήματος και μέσα από την παράθεση των μοναχικών συνειρμών του αφηγητή μαθαίνουμε την ιστορία του κοκκινομάλλη Θοδωρή που μετανάστευσε στην Ιρλανδία όταν οι έλεγχοι κεφαλαίων έγιναν μια βολική δικαιολογία για καιροσκόπους και μη συνεπείς στις πληρωμές εργοδότες. 

Η αφήγηση μας φανερώνει στιγμιότυπα από το περιθώριο της πόλης μέσα από τη ρουτίνα των άπορων και “χασομέρηδων” θαμώνων ενός παράνομου πάρκου, την απέλπιδη προσπάθεια μιας όμορφης και έξυπνης γυναικάς να επιβιώσει στο περιβάλλον της δημοσιογραφίας δίχως να υποβιβάσει το επίπεδο της. Ο συγγραφέας παραχωρεί στον αναγνώστη μια κλεφτή, σχεδόν ηδονοβλεπτική οπτική στη ζωή των νεόπτωχων μιας οικογενείας στην Κυψέλη. Μια συμβίωση πιο παράδοξη από το “σπιρτόκουτο”, στα όρια της κρίσης που όμως αναζητά νέους τρόπους συνύπαρξης μέσα στην ανομία του καιρού.

Στο τέλος της αφήγησης η αίσθηση απουσίας βαθαίνει και καταπίνει ακόμα και αυτό το βραχνά, την πρωταρχική αιτία των συνηρημένων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της νουβέλας. Ο βράχνας απουσιάζει και το όλο αφήγημα τελειώνει με το φως της αυγής και την πρώτη και τελευταία συνάντηση με τον γείτονα, που μετατρέπεται σε πεταλούδα και φεύγει για πάντα από την Ελλάδα της κρίσης. 



Το φθινόπωρο κέρδιζε έδαφος
Κεφάλαιο πρώτο




Το φθινόπωρο κέρδιζε έδαφος. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του θέρους να παρατείνει την παρουσία του. Τα δέντρα άφηναν τα φύλα τους να πέσουν με αμείωτο ρυθμό. Όσο και αν οι ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες για την εποχή έδιναν ψευδείς υποσχέσεις στους ανθρώπους της κατσούφικης χώρας, ένα ήταν σίγουρο: 

Αυτός ο χειμώνας έφερνε ψύχος και απόγνωση κάτω από το πανωφόρι του. Η αργοπορημένη ζεστασιά του ηλίου σύντομα δεν θα ήταν αρκετή για να αντικαταστήσει την έλλειψη τεχνητής θέρμανσης, που μια διαρκώς αυξανόμενη μάζα νοικοκυριών αντιμετώπιζε πλέον ως ορατό ενδεχόμενο.



Τα βόρεια προάστια δεν ήταν πια στο απυρόβλητο. Τα αλλοτινά προπύργια ενός εύκολα κερδισμένου πλούτου περνούσαν την δική τους κρίση. Κάτω από αυθαίρετες μεζονέτες και πολυτελείς πολυκατοικίες οι αντιπροσωπίες νεωτερισμών, εξωτικών τροφίμων και ακριβών αυτοκινήτων έκλειναν η μία πίσω από την άλλη. 


Τα σκοτεινά παράθυρα και οι βιτρίνες μιας εποχής που συνδύαζε το εισαγόμενο σικ με την πατριαρχική “βλαχιά”, έχασκαν σαν ανοιχτές πληγές στα σπλάχνα τεκμηρίων προς άγρια φορολόγηση. Οι ιδιοκτήτες έψαχναν για νέους ενοικιαστές αλλά μάταια, δεν γέμιζε με τίποτα τα “πηγάδι του Ταντάλου”, δεν κουνιόταν σπιθαμή το Συσιφιο βάρος της ύβρης που διαπράχτηκε σε καιρούς ξέγνοιαστους και καταχρηστικούς.

Στην οδό Ευτυχίας, σε μέρος που κάποτε διαφέντευε η “γλαυξ η Αττική” είχε βρει απάγκιο εκείνο το χειμώνα μια ψυχή αταίριαστη με την κανονικότητα των ασβεστωμένων πεζουλιών και τις περιποιημένες πρασιές των αρχοντικών κατοικιών της περιοχής. 

Ένας σύγχρονος νομάδας της εργασιακής ερήμου, όπως αυτοχαρακτηριζόταν σαρκαστικά, ο Πέτρος, η πέτρα του ηλίου, αποκομμένο κυλιόμενο λιθαράκι μιας ξεπεσμένης οικογένειας, που απόλεσε το αρχαίο της κάλος, ζημιωμένη στην συνδιαλλαγή της με τους νέους καιρούς......
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου