Γνώρισα στον καιρό μου
μια γιατρέσα που έλεγε ότι μισούσε τον
κόσμο όλο.
Μια ιδιότυπη εκδήλωνε
μεροληψία, προς τα ζώα την αγάπη της να
δίνει παρά στους δίποδους ασθενείς της.
Το ανθρώπινο γένος απαξίωνε εν συνόλω
και θεωρούσε πως το διαπότισε σε χρόνο
άγνωστο το αρχαίο κακό.
Στα ζώα τα άλογα
φαντασιωνόταν πως κατοικούσε η φλόγα
της καλοσύνης και η λευκότητα των αγνών
προθέσεων και προορισμών.
Την αγάπησα αυτή την
τυφλή γιατρέσα γιατί δεν έβλεπε το
χτήνος που κατοικεί μέσα στο δέρμα μου.
Σφάλιζε τα αυτιά, τα μάτια, τα ρουθούνια
με πείσμα ασκητικό στο σαρκοβόρο μειδίαμα
της φύσης μου.
Γνώρισα μια γιατρέσα
ένα καιρό που είχε στο βλέμμα τον
γαλαζοπράσινο βυθό.
Στο φως της βαφτίστηκα
και έχασα δρόμο και σκοπό.
Σε κόσμο χνουδωτό ήθελε
να ζει, και αν είχε την επιλογή από την
ηλικία την παιδική άγκυρα δεν θα σήκωνε
ποτέ για τις άγριες και εχθρικές θάλασσες
του κόσμου.
Με το ασημένιο της κλειδί πάντα
στην πόρτα, του κόσμου τον τριγμό να
κλείσει απέξω προσπαθεί από την δική
της ζωή.
Μέσα στην θαλπωρή αυτή
την ποθητή δεν μπόρεσε να δει ένα πρωί
το αίμα να κυλάει στο σεντόνι.
Αμέλησε να αφουγκραστεί
το βάραθρο που ανοίγεται ανάμεσα στα
κορμιά, σαν η επιθυμία αποδημήσει, οι
σκέψεις φιμώνονται και οι πόθοι γίνονται
πλεξούδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου