το ψύχος μου ψιθυρίζει στο αυτί
δεν μένει τίποτα
τίποτα σαν την αρχή
παγώνει το περβάζι του κόσμου
και εγώ ενδύομαι στολή λευκή
το ψύχος με αγγίζει σαν αδιάφορη μητέρα
με επαναφέρει στα ρηχά νερά
όχι με της ανάγκης τον ιδρώτα
μα της συνήθειας την δαγκωματιά
σαν θρήνος αναβλύζει απρόσκλητα και γοερά
το ψύχος με παντρεύτηκε με μια ασήμαντη τελετή
ξέχασε να κλείσει τις κουρτίνες
και οι κακεντρεχείς λοιδορούσαν την γιορτή
το ψύχος σκάβει το κορμί μου
κάτι αναζητά να βρει
με θύμωσε η επιμονή του
σαν κισσός παρασιτεί απ’
την ζωή
με ένα τραγούδι με λέξεις όλο αγκάθια
στο ξέφωτο της μέρας ξαποσταίνει
με άγριο-ξυπνά την κάθε αυγή
Πόσο μακριά θα πέσει άραγε αυτή η κατάρα
σαν φύγει απ’ το στόμα καβάλα σε αναστεναγμό
κοκκινολαίμης γίνεται, πετά εδώ και εκεί
άνευρα ανασαίνει στους δρόμους του χειμώνα
καθώς με μνημονεύει στην
σιωπή
δεν θα φανερώσω ποτέ το μυστικό μου
Σε άξεστο μουσαφίρη η θύρα δεν υποχωρεί
κρύβεται η ποίηση σε ένα βελανίδι
της γύρης το γλυκό κελάρυσμα
το ψύχος δεν θα αφουγκραστεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου