και όρθωσε ένα μνημείο στην ντροπή μας
να στέκεται από τη μια μεριά το παρελθόν φευγάτο
από την άλλη όψη του να κράζουν τα κοράκια.
Και ο άνεμος σαν φύσηξε πολλές φορές ακόμα
στον ύπνο του τον πλάνεψε τον σπιτονοικοκύρη
που πίστεψε πως ξύπνησε αγκαλιά με ένα φίδι,
και πάλεψε να θυμηθεί πως κάποτε το θειάφι
τα ερπετά της νιότης του σε απόσταση κρατούσε.
επιθυμούσε τώρα τα μαύρα παπούτσια που έκαιγε
σαν και η μυρωδιά η αψιά με τον άνεμο μπερδεύονταν
σκέψεις κακές, λίγες πολλές, τις χάριζε στη νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου