Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Nεαροί παραβάτες


Γάργαρο νερό σε διψασμένο στόμα ήταν της νιότης τα όνειρα και το φευγιό ραμμένο στην φόδρα από τα σακάκια μας τα τσαλακωμένα.
Ποιος το περίμενε πως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση, στο χείλος του γκρεμού χορεύαμε και ορισμένοι το επιχείρησαν το απονενοημένο διάβημα. Τώρα σιωπή στις θεόρατες κάμαρες. Πρωινή στύση που έπαψε νωρίς βραδινή πλάνη που συνεχίζει να ταλανίζει τα αιώνια παιδιά. Ως πότε αλήθεια θα φρουρώ το κρυφό περιβόλι;

Ύστερα πάλι θυμάμαι τις πέτρες να κατρακυλούν, το πέταγμα των πουλιών μέσα απ' την λόχμη.
νωρίς το πρωί.Κανείς δεν με είδε σαν ξεγλίστρησα. Στα σοκάκια σε αναζητούσα
αλλά εσύ με περίμενες στην ακροθαλάσσια, σιμά σε φλεγόμενη βάρκα καθόσουν.
Σε ρώτησα για τα μελλούμενα που τα άστρα προλέγουν, εσύ το βλέμμα σου είχες στραμμένο στο βυθό θάλασσας παγερής και ασυγχώρητης.

Μου μίλησες για τον ιστό, το δίχτυ που πάνω του οι ζωές μας παγιδεύονται. Αργότερα θα καταβροχθιστούν μου είπες από θεό αδιάφορο για τα δικά μας σχέδια.
Γέλασες κοφτά, μου έδειξες την σπείρα που σχημάτιζε ο άνεμος στην άμμο.
Κάπου εκεί στο κέντρο ζουν και αναπνέουν οι παιδικές μας υποσχέσεις.

Μετά εξαφανίστηκες και εσύ σαν ποτέ να μην υπήρξες και έμεινε μόνο σκόνη να αιωρείται στο τυφλό σκοτάδι, αυτό που αγαπήσαμε ως νεαροί παραβάτες σαν κάλυπτε μαβής μανδύας τα πεπραγμένα μας.
Όρθωσα εγώ το παραπέτασμα και σε μακάριο ύπνο κατακρημνίστηκα, ύπνο δίχως όνειρα, μόνο σκιρτήματα της άπνοιας των δυσθεώρητων βαθών Της αβύσσου συνδαιτυμόνας έγινα, εν μια νυκτί το στέμμα φόρεσα, βασιλιάς του κουκιού περιπλανήθηκα στην επικράτεια του μηδενός, έως ότου καταβροχθιστώ και εγώ από κόλακες και τζιν μιας άλλης διάστασης απότοκους κληρονόμους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου