Βουλιάζουν τα ερείπια
παρελθόντος άδοξου και αποσπασματικού.
Στο κέντρο του λογισμού πύργος υψώθηκε
και στην κορυφή την στυγερή θρονιάστηκε
ο χρόνος. Πότε θα κοπάσουν οι εσώτεροι
άνεμοι αναρωτιέται ο χλομός πρίγκιπας;
Γέρασε ο
χρόνος κατά την περιφορά του στα σοκάκια,
κουτσός έμεινε και η όραση του αδυνάτισε.
Παρέα με αρχαία δαιμόνια βολόδερνε
άσκοπα και η πνοή του είχε πια κοπάσει
να φέρνει την αλαργινή ευωδιά
αγριολούλουδων.
Κουράστηκε
ο χρόνος να περιστρέφεται με μια σκέψη
στο μυαλό του καρφωμένη. Την μια και
μοναδική χαραυγή της απελευθέρωσης που
ο κύκλος κλείνει και ο χώρος αφήνεται
στην πρωινή σαγήνη.
Αφέθηκε
λοιπόν να πετρώσει, κουρασμένος όπως
ήταν, σε μια άγνωστη πλατεία. Άγαλμα
έγινε και τα πουλιά κάθισαν στους ώμους
του και του γλυκό-ψιθύριζαν μακρινά
μαντάτα.
Ο χρόνος
έσβησε ένα απόβραδο, χωρίς να δει τις
προσδοκίες του να εκπληρώνονται. Μόνο
η σκιά του έμεινε να περιστρέφεται γύρω
από την παγωμένη πέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου