Μέσα στις τσέπες μου χωμένη, την περιφέρω στα στενά της πόλης
Πάντα αναπάντεχα, χωρίς κανόνα, αυτή με βρίσκει.
Εισέρχεται εντός μου, δίχως να ρωτήσει, σαν ψύχος κάτω από το πανωφόρι
Θυμάμαι σε ένα ξεχασμένο πηγάδι, στην αυλή ετοιμόρροπου αρχοντικού επί της Λιοσίων, είχα αποπειραθεί να την πνίξω κάποτε...
Δεν άντεξα όμως να την κοιτώ να ανταποδίδει το βλέμμα απ' το βυθό...
Πάντα ανυποψίαστο με βρίσκει η απιστία της....Τόσο νωρίς
Με ξεγελά, ξεγλιστρά και κρύβεται στη ματιά περαστικών κοριτσιών
Μεταμφιέζεται σε πένθος για το χαμό της νιότης...
Αχόρταγη μοιάζει η επιθυμία της για το έργο που παράγει η μηχανή και το παιδί μέσα μου.
Ωμή και παθιασμένη η συνεύρεση μας, οργώνει το θυμικό μου
χαράζοντας κοίτες για τους ποταμούς των δακρύων
Και όταν να την ξεχάσω προσπαθώ με καταβάλει η πείνα και η δίψα
Σαν σύνδρομο στέρησης προστακτικό...
Χειρότερο της αποπομπής από όλους τους οπιούχους παραδείσους αυτού του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου