Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Ο δρόμος




 Στους πρόποδες το λιθαράκι κύλησε,  σαν δάκρυ του  τεράστιου όγκου από βράχους, χώμα και σύννεφα από όπου αποσχίστηκε.

Η απόσχιση αυτή, ελευθερίας και ρήξης σήμανε την εποχή, βάρκα στο πέλαγος ξανοίγεται δίχως την άγκυρα της προπατορικής ευθύνης. 

Τον δρόμο της φυγής επέλεξε, να αναμετρηθεί με την πατρίδα της χαράς και του καημού του, ως ότου μια μέρα βουνό και αυτό να γίνει.

Νεανικό αίμα, προδοσία, στίγματα στο δέρμα βαθιά, και ένα όνειρο που όπου βρει γωνία συγκρούεται με την κόψη για να βρει τα όρια του.

 Μέρες διάβηκαν, δύσκολες και θαυμαστές, και ο ήχος της τριβής τους με τις προσμονές, σαν μέταλλο με  μέταλλο, σύριζε ενδομύχως. 

Κοιτίδα των σκέψεων ο ομφαλός και οι λέξεις ένα στεφάνι ουρανός, στο μέτωπο όλων των νέων. Σαν τύμπανο η καρδιά χτυπά, τον βασικό ρυθμό της Γης αυτή κρατά, χρόνος  ζωής και  παύση του θανάτου.

Σαν νεαρό βλαστάρι ο ποιητής, την ποίηση συνάντησε στον ήχο της βροχής που ευγενικά του ξέπλενε τον φόβο. Μαρμαρωμένες οι σιωπές, οι ανάγκες και οι προσευχές ως της ισημερίας την πλατεία.

 Η πόλη που ενταφίασε την ησυχία και την στοργή, έγινε φύση δεύτερη πικρή, για κουρασμένα μάτια. Και οι ληστές στην δημοσιά, ήταν μακάρια συντροφιά στα κατορθώματα του. 

Ο έρωτας παντοτινός αγύρτης μέγας ζωντανός σαν αντανάκλαση της μέρας στην πρωινή υγρασία. Έδινε νόημα και πνοή, ένα κουβάρι από μαλλί, για να αντέξει το κορμί του ανείπωτου την ιδιοσυγκρασία.

Το λιθαράκι το μικρό πέτρωσε μέσα στο κενό που οι ανάσες, σαν κοπάσουν, σχηματίζουν. Μια παγωμένη ανατολή ξεβράστηκε σε ξένη γη, σε ξεχασμένο ακρογιάλι.

Αυτοί που ξέβρασε ο καιρός στην παγωνιά ξένης νυκτός, του Κάιν τέφρα κουβαλούν, και δίψα του Ταντάλου. Ο δρόμος πίσω δεν γυρνά , απ’  τις απογοητεύσεις συναρτά την αριθμητική της πτώσης.
Χαρές και λύπες σε γραμμή βαδίζουν σε μια πομπή με οδηγό του τέλους τη φενάκη. 

Σε κύκλο εντός του μηδενός, περιδινείται ο εαυτός σαν λίθος γίνεται η αλήθεια.
Φορτίο και κληρονομιά, του λαμνοκόπου η  καρδιά αναγαλλιάζει μεσ’ την καταιγίδα. 

Το λίκνισμα του ενιαυτού, αναπόδραστη ακροβασία του νου, συντάσσεται από θραύσματα μνήμης και αυταπάτες. 

Το σώμα κύρτωσε, έγινε λυγμός, η μνήμη αποτροπιασμός, βαρίδι ασήκωτο μουγκό του πεπρωμένου. Η ξενιτιά είναι μια θηλιά, χθόνιος αναστεναγμός και λησμονιά, μαγκανοπήγαδο του νόστου.

Η βάρκα πίσω γύρισε καθώς συχνά τσακίστηκε και έχασε τον δρόμο. Σε ακρωτήρι γνώριμο βρήκε τον λίθο φανερό με του ήλιου την συνέργεια. 

Νερό και χώμα μια φορά έδωσαν σχήμα στην χαρά και χρίσανε την πύλη. Εντός της διάβηκε το φως, λέξη τραγουδιστή αρθρώθηκε ο τριγμός.

 Σαν το βουνό κινήθηκε, ο δρόμος σχηματίστηκε ο λόγος να περάσει. Τα πράγματα που μας τραυμάτισαν δεν γινόμαστε ποτέ, μόνο τα κουβαλάμε μέσα μας σαν σκέψεις σκοτεινές, σαν λίθους στα νεφρά, σαν βάρος στην ανάσα .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου