Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Η ζυγαριά


Η θεά έκρουσε τα κύμβαλα και έκανε το κερί στα αυτιά μου να λιώσει.


Πάνω που νόμιζα ότι είχα διώξει τα πουλιά μακριά από την σκήτη, με αλαλαγμούς που εναλλάσσονταν με σιωπές, αυτή με πήρε αναπάντεχα από το χέρι και με οδήγησε στου σκοτεινού νερού την όχθη.

Οι λέξεις που άρθρωσαν τα χείλη της, σαν όλες τις άλλες, βουνοκορφές κατάλευκες έγειραν εντός μου, και ο εαυτός μου ο Νάρκισσος βούτηξε στο θολό βυθό της λίμνης να κρυφτεί από το φως.

Οι αριθμοί μου αποσβολώθηκαν σε μια θέση που προμηνύει το τέλος και την αρχή, να αποτελειώσω την επταετία του έργου μου της ζήτησα σαν χάρη, μα η ώρα της έγερσης είχε φτάσει προ πολλού.

Δόντια και αν έχω δεν δαγκώνω, εκμυστηρεύτηκα στην ζυγαριά και αυτή με ζύγισε σαν το κριθάρι και με απέθεσε στου χαράματος την σιγαλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου